FT: Μπορεί το κατηγορητήριο του εισαγγελέα Μπραγκ να στριμώξει τον Τραμπ;

Για περισσότερο από έναν χρόνο η ποινική έρευνα εις βάρος του Ντόναλντ Τραμπ και το κατά πόσον ενορχήστρωσε ένα «σχέδιο εξαγοράς της σιωπής» της πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς, θεωρείτο αδιέξοδη. Ομοσπονδιακοί εισαγγελείς στη Νέα Υόρκη είχαν εξετάσει την υπόθεση και αρνήθηκαν να δώσουν συνέχεια.

Όταν ο Άλβιν Μπραγκ ανέλαβε εισαγγελέας του Μανχάταν το 2022, φέρεται να θεώρησε ότι η υπόθεση δεν υποστηριζόταν από πολλά στοιχεία και έστρεψε το ενδιαφέρον του σε μια υπόθεση φορολογικής απάτης κατά της επιχειρηματικής αυτοκρατορίας του πρώην προέδρου των ΗΠΑ.

«Ωστόσο, η υπόθεση που ευρέως χαρακτηριζόταν ως “υπόθεση ζόμπι” επανήλθε την Τρίτη στη ζωή, και στον βλοσυρό Τραμπ απαγγέλθηκαν επίσημα κατηγορίες για 34 κακουργήματα», σχολιάζουν οι Financial Times. «Το κατηγορητήριο των 16 σελίδων υποστήριζε απλώς ότι ο Τραμπ παραποίησε τα επιχειρηματικά αρχεία για να αποζημιώσει τον πρώην δικηγόρο του, Μάικλ Κόεν, για την καταβολή 130.000 δολαρίων στην Ντάνιελς κατά την προεκλογική περίοδο του 2016 με αντάλλαγμα να συμφωνήσει να μη μιλήσει για τη φημολογούμενη σχέση της με τον Τραμπ».

Η ποινική υπόθεση -άνευ προηγουμένου, τόσο ως προς τις νομικές θεωρίες που παρουσίασε όσο και ως προς τις πολιτικές επιπτώσεις της απαγγελίας κατηγοριών σε έναν πρώην πρόεδρο- αντιμετωπίστηκε με έντονο σκεπτικισμό από πολλούς νομικούς.

«Εκείνοι που αμφισβητούσαν από καιρό το κατά πόσον ήταν σοφό το “κυνήγι” αυτής της υπόθεσης, στράφηκαν αμέσως εναντίον του Δημοκρατικού εισαγγελέα», γράφουν οι FT. Ακόμη και όσοι τάσσονται υπέρ της παραπομπής του Τραμπ για άλλα εγκλήματα, εξέφρασαν τις αμφιβολίες τους. Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του UCLA, Ρίτσαρντ Χάσεν, ο οποίος έχει ζητήσει στο παρελθόν να απαγγελθούν κατηγορίες στον Τραμπ στο πλαίσιο ξεχωριστής έρευνας για τις ταραχές της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο, δήλωσε ότι πολιτικοί και νομικοί προβληματισμοί θα έπρεπε να έχουν αποτρέψει τον Μπραγκ από το να προχωρήσει.

«Τα νομικά έγγραφα είναι αρκετά φτωχά – αν αυτό γινόταν σε ομοσπονδιακό δικαστήριο θα περίμενα εκτενέστερη θεωρία για την υπόθεση», δήλωσε ο Χάσεν. «Αν αυτή η υπόθεση είναι αδύναμη… κάποιοι θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι όλες οι υποθέσεις» εις βάρος του Τραμπ είναι αδύναμες, πρόσθεσε, αναφερόμενος στις έρευνες στην Τζόρτζια και αλλού σχετικά με τη φερόμενη παρέμβαση του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2020.

Πότε το πλημμέλημα αναβαθμίζεται σε κακούργημα

Η παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων θεωρείται πλημμέλημα στην πολιτεία της Νέας Υόρκης και μπορεί να αναβαθμιστεί σε πιο σοβαρό αδίκημα μόνο αν γίνει με πρόθεση την απόκρυψη άλλου εγκλήματος. «Ο σκεπτικισμός οφείλεται στο ότι δεν έχει διαπιστωθεί αυτό το επιπρόσθετο έγκλημα», δήλωσε η Τανίσα Πάλβια, πρώην βοηθός εισαγγελέα στο Μανχάταν, που εργάζεται πλέον στον ιδιωτικό τομέα.

Στο δικαστήριο, ο βοηθός εισαγγελέα Κρίστοφερ Κονρόι είπε πως ο Τραμπ έδωσε τα χρήματα για να «αποκρύψουν μια παράνομη συνωμοσία για την υπονόμευση της ακεραιότητας των προεδρικών εκλογών του 2016».

Άλλες πληρωμές φέρεται να έγιναν από συμμάχους του Τραμπ προς τον εκδότη πίσω από το περιοδικό National Enquirer, για να σωπάσει ένα μοντέλο του Playboy που ισχυριζόταν ότι είχε σχέση με τον Τραμπ όσο και ένας πρώην θυρωρός του Πύργου Τραμπ.

Από την πλευρά του, ο εισαγγελέας Μπραγκ τόνισε στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ότι το κατηγορητήριο «δεν αφορά μόνο μία πληρωμή», αναφερόμενος σε πολιτειακούς και ομοσπονδιακούς εκλογικούς νόμους που ενδέχεται να έχει παραβιάσει ο Τραμπ, καθώς και σε πιθανές παραβιάσεις της φορολογικής νομοθεσίας της Νέας Υόρκης. Παραδέχθηκε όμως ότι «το κατηγορητήριο δεν διευκρινίζει» κάποια συγκεκριμένα εγκλήματα, αφήνοντας το περιθώριο στην πλευρά του Τραμπ να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των κατηγοριών.

«Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η ανακοίνωση για τα δεδομένα, που παρουσίαζε μία εικόνα, που θα θεωρούσα πως συνδέονται με μία συνωμοσία», δήλωσε ο Τζιμ Ρόμπερτς, πρώην βοηθός εισαγγελέα του Μανχάταν.

«Αυτή η κατηγορία (σ.σ.: της συνωμοσίας) απουσιάζει εμφανώς από το κατηγορητήριο», σε αντίθεση με το κατηγορητήριο κατά του πρώην συμβούλου του Τραμπ, Στιβ Μπάνον, όπως τονίζει. Την υπόθεση είχε αναλάβει το ίδιο γραφείο εισαγγελέα.

Οι πολλαπλές θεωρίες για το ζητούμενο έγκλημα που θα αναβάθμιζε το πλημμέλημα σε κακούργημα «μπορεί να είναι ενδεικτικές της έλλειψης μίας απλής, συνεκτικής και πειστικής θεωρίας για τη δίωξη». σχολιάζει ο Ρόμπερτς προσθέτοντας πως θα χρειαστεί μια τέτοια θεωρία για να πειστεί ένα σώμα ενόρκων. «Και δεδομένου του διακυβεύματος ο εισαγγελέας Μπραγκ δεν έχει περιθώριο να χάσει αυτή την υπόθεση».

Ωστόσο, η σύνδεση του πλημμελήματος της παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων με ένα ομοσπονδιακό εκλογικό έγκλημα δεν έχει δοκιμαστεί ως νομική θεωρία στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Στον βαθμό που οι αρχές βασίζονται σε κατηγορίες πολιτειακής κλίμακας, δεν είναι σαφές αν κάποιος μπορεί να κατηγορηθεί για αυτά τα αδικήματα σε επίπεδο ομοσπονδιακών εκλογών, λέει ο Χάσεν.

Μία άλλη πιθανή αδυναμία της υπόθεσης είναι ότι βασίζεται σε μάρτυρες όπως η Ντάνιελς και ο Κοέν. Η Ντάνιελς έγραψε βιβλίο για τις σχέσεις της με τον Τραμπ και ο Κοέν, που ομολόγησε την ενοχή του για ψευδορκία το 2018.

«Θα πρέπει να επιβεβαιώσουν κάθε λέξη που θα βγαίνει από το στόμα του Μάικλ Κοέν», λέει η Κάρεν Φρίντμαν Αγκνίφιλο, πρώην υψηλόβαθμη υπάλληλος στο γραφείο του εισαγγελέα του Μανχάταν, που επί μακρόν υποστήριζε την απόφαση του Μπραγκ να κυνηγήσει την υπόθεση. «Αυτή είναι μία αδυναμία», παραδέχεται.

 

Όσοι έχουν γνώση ή και προσωπική εμπειρία από τις τακτικές του Τραμπ, προειδοποιούν πως ουδείς θα πρέπει να βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα αποκλειστικά από την απαγγελία κατηγοριών, τονίζοντας πως αυτό είναι απλώς το πρελούδιο μιας νομικής μάχης που θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος.

«Ο πρόεδρος Τραμπ δεν θα λυπηθεί τα έξοδα, στην προσπάθειά του να αποσυρθούν οι κατηγορίες», δήλωσε ο Temidayo Aganga-Williams, ο οποίος είχε διατελέσει ανώτερος σύμβουλος της ειδικής επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων που διερευνούσε την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου του 2021. «Για στρατηγικούς λόγους μπορεί να επιλέξετε ως εισαγγελέας να δώσετε λιγότερες πληροφορίες απ’ ό,τι θα κάνατε υπό άλλες συνθήκες».

Ντόναλντ Τραμπ