Αντιμέτωπος με την πιθανότητα να του απαγγελθούν κατηγορίες στη Νέα Υόρκη ακόμη και εντός της εβδομάδας βρίσκεται ο Ντόναλντ Τραμπ, για την εμπλοκή του στην υπόθεση χρηματισμού μιας πορνοστάρ στη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας του 2016 προκειμένου να εξασφαλιστεί η σιωπή της για τη σχέση τους, την οποία ο ίδιος αρνείται.
Με ένα μπαράζ αναρτήσεων το πρωί του Σαββάτου στο δικό του μέσο κοινωνικής δικτύωσης, το Truth Social, ο πρώην πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι επίκειται η «σύλληψή» του (σήμερα Τρίτη, όπως ισχυρίστηκε) και κάλεσε τους οπαδούς του να διαδηλώσουν για να τον υποστηρίξουν και «να πάρουν πίσω το έθνος», μολονότι εκπρόσωπός του είπε αργότερα πως ο Τραμπ δεν έχει ειδοποιηθεί για κάτι τέτοιο. Aν δεν είναι πιθανό να βρεθεί σύντομα πίσω από τα κάγκελα, δεν αποκλείεται όμως να γίνει ο πρώτος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ που θα βρεθεί στο σταυρόνημα ποινικής διαδικασίας στο πλαίσιο της υπόθεσης «Στόρμι Ντάνιελς».
Τι είναι η υπόθεση «Στόρμι Ντάνιελς»;
Η υπόθεση αυτή, θυμίζει η Liberation, έγινε γνωστή προ πενταετίας μέσω των αποκαλύψεων της Wall Street Journal για ένα πιθανό σύμφωνο μη εμπιστευτικότητας 130.000 δολαρίων μεταξύ του Τραμπ και της Στέφανι Κλίφορντ, πορνοστάρ γνωστής με το ψευδώνυμο «Στόρμι Ντάνιελς». Η τελευταία φέρεται να είχε συνευρεθεί σεξουαλικά μαζί του στο περιθώριο ενός τουρνουά γκολφ το 2006, όταν ο Τραμπ ήταν παντρεμένος για έναν χρόνο με την τρίτη σύζυγό του, τη Μελάνια.
Η Κλίφορντ αναφέρθηκε στη σχέση αυτή για πρώτη φορά στη διάρκεια συνέντευξής της στο περιοδικό «In Touch», που όμως ακύρωσε τη δημοσίευση της υπόθεσης μετά τις απειλές που δέχθηκε για αγωγές από τον δικηγόρο του Τραμπ, Μάικλ Κοέν. Ωστόσο, η συνέντευξη αυτή έγινε γνωστή επτά χρόνια αργότερα την επομένη των αποκαλύψεων της Wall Street Journal. Εν τω μεταξύ, στα μέσα της προεδρικής εκστρατείας του 2016 η ηθοποιός προσπάθησε να αξιοποιήσει την ιστορία της σε μέσα ενημέρωσης.
Ειδοποιημένος από ένα στέλεχος της ταμπλόιντ «The National Enquirer» -το οποίο είχε αγοράσει λίγο νωρίτερα την ιστορία μιας παρόμοιας περιπέτειας του υποψήφιου προέδρου με το μοντέλο Κάρεν Μακ Ντούγκαλ για να τη «θάψει»-, ο δικηγόρος του Τραμπ επικοινώνησε με τη Στέφανι Κλίφορντ και στη συνέχεια έκλεισε μαζί της συμφωνία έναντι χρηματικής αμοιβής να μην ανοίξει το στόμα της, μόλις δέκα ημέρες πριν τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
Τι κατηγορίες μπορεί να αντιμετωπίσει ο Τραμπ;
Μολονότι μια τέτοια συμφωνία δεν είναι αυτή καθαυτή παράνομη, ο Τραμπ και η εταιρεία του (Trump Organization) είναι ύποπτοι ότι έχουν παραποιήσει έγγραφα όσον αφορά στα ποσά που δόθηκαν στον Κοέν -ο οποίος είχε καταβάλει τα 130.000 δολάρια στην Κλίφορντ-, εμφανίζοντάς τα ως νομικά έξοδα. Οι εισαγγελείς αναφέρουν πως αυτό ισοδυναμεί με παραποίηση πρακτικών, κάτι που αποτελεί πλημμέλημα -ποινικό αδίκημα- στη Νέα Υόρκη.
Οι εισαγγελείς θα μπορούσαν δυνητικά να ισχυριστούν ότι αυτό παραβιάζει τον εκλογικό νόμο, επειδή η προσπάθειά του να αποκρύψει πληρωμές προς την Κλίφορντ είχε ως κίνητρο να μη θέλει να πληροφορηθούν οι ψηφοφόροι ότι είχε σχέση μαζί της. Η συγκάλυψη ενός εγκλήματος με παραποίηση αρχείων θα ήταν κακούργημα, το οποίο αποτελεί σοβαρότερη κατηγορία.
Ένας ελιγμός που στη συνέχεια θα ήταν μια συγκαλυμμένη δωρεά σε μια προεκλογική εκστρατεία -πολύ πάνω από το επιτρεπόμενο νόμιμο ανώτατο όριο-, αφού η πρόκληση ήταν τότε να αποτραπεί το προβλέψιμο σκάνδαλο να υπονομεύσει τις πιθανότητες του υποψηφίου Τραμπ.
Το περιεχόμενο της διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Τραμπ, καθώς και ο χαρακτηρισμός των ενεργειών του ως πλημμέλημα ή έγκλημα, δεν μπορούν ωστόσο να προσδιοριστούν επακριβώς έως ότου επισημοποιηθούν από τον εισαγγελέα του Μανχάταν, Άλβιν Μπραγκ. Ήταν ο τελευταίος που ανακίνησε την υπόθεση αυτή στις αρχές του τρέχοντος έτους, συγκαλώντας ένα σώμα ενόρκων προκειμένου να διερευνήσει αν υπάρχουν αρκετά στοιχεία ώστε να ασκηθεί δίωξη. Εάν το κατηγορητήριο πάει σε δίκη -πιθανότατα όχι για αρκετούς μήνες ή ακόμη και έναν χρόνο-, ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να αντιμετωπίσει έως και τέσσερα χρόνια φυλάκιση για παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας.
Ο Τραμπ αρνείται ότι είχε ερωτική περιπέτεια με την Κλίφορντ κι ότι ενεπλάκη στη συναλλαγή για να φρενάρει αυτό που περιγράφει ως εκστρατεία «εκβιασμού», αλλά τον αντικρούει εδώ και χρόνια ο Μάικλ Κοέν, ο οποίος «τα έσπασε» με το πρώην αφεντικό του το 2018, για να εξελιχθεί σε δριμύ επικριτή του. Ο Κοέν ομολόγησε την ενοχή του για παραβιάσεις του εκλογικού νόμου, τραπεζική και φορολογική απάτη και ψευδορκία, και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση στα τέλη του 2018.
Στη συνέχεια αποκάλυψε, συγκεκριμένα, μια ηχογραφημένη συνομιλία του με τον Τραμπ μεσούσης της προεκλογικής εκστρατείας του 2016, που πιστοποιεί τη συμμετοχή του στην πληρωμή της Κάρεν Μακ Ντούγκαλ προκειμένου να μη μιλήσει για την περιπέτειά της με τον Τραμπ.
Οι αντιδράσεις για την έκκληση Τραμπ στους οπαδούς του να διαδηλώσουν
Εντός του κόμματος του Τραμπ πολλοί Ρεπουμπλικανοί, ανάμεσά τους και πιθανοί αντίπαλοί του στη διεκδίκηση του χρίσματος για τις προεδρικές του 2024, έσπευσαν να τον στηρίξουν. Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, χαρακτήρισε «πολιτικά υποκινούμενες» τις ποινικές διώξεις, προσθέτοντας ότι «οι Αμερικανοί έχουν συνταγματικό δικαίωμα να διαδηλώνουν ειρηνικά», ενώ ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι, κατήγγειλε για «κατάχρηση εξουσίας» τον εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, που «αφήνει να κυκλοφορούν ελεύθεροι βίαιοι εγκληματίες, ενώ επιδιώκει να εκδικηθεί πολιτικά τον Πρόεδρο Τραμπ», προτού συμπληρώσει πάντως ότι δεν θεωρεί πως οι πολίτες πρέπει να διαδηλώσουν σε περίπτωση που απαγγελθούν κατηγορίες στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ.
Ο φερόμενος ως βασικότερος αντίπαλος του Τραμπ στις προκριματικές των Ρεπουμπλικανών, ο κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις, άργησε να αντιδράσει, αλλά υπό την πίεση του περιβάλλοντος του Τραμπ τη Δευτέρα κατηγόρησε τον εισαγγελέα της Νέας Υόρκης ότι είναι «χρηματοδοτούμενος από τον Σόρος, ο οποίος, όπως και άλλοι χρηματοδοτούμενοι από τον Σόρος εισαγγελείς, εργαλειοποιεί το λειτούργημά του για να επιβάλει στην κοινωνία ένα πολιτικό πρόγραμμα εις βάρος της εφαρμογής του νόμου και της δημόσιας ασφάλειας». Αλλά η ειρωνική χροιά της δήλωσής του -«δεν έχω ιδέα τι παίζεται με την πληρωμή ενός ποσού σε μια πορνοστάρ ώστε να εξασφαλιστεί η σιωπή της για μια φερόμενη σχέση»- εκλήφθηκε ως «μπηχτή» εις βάρος του Τραμπ.
Η «τυφλή» αυτή υποστήριξη των Ρεπουμπλικανών προς τον Τραμπ προκάλεσε συναγερμό στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Ο βουλευτής Άνταμ Σιφ, πρώην μέλος της κοινοβουλευτικής επιτροπής που διερεύνησε την επίθεση στο Καπιτώλιο, είπε ότι ο Μάικ Πενς «προτάσσει τις φιλοδοξίες του του γενικού συμφέροντος… επιτιθέμενος κατά των πιθανών διώξεων εις βάρος του Τραμπ και υπερασπιζόμενος την έκκλησή του για διαδηλώσεις».
Η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν, από την πλευρά της, υπερασπίστηκε την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης «χωρίς φόβο ή προνόμια για οποιονδήποτε», ενώ ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Μαρκ Κέλι δήλωσε ανήσυχος με την προτροπή του Τραμπ στους οπαδούς του, που απηχεί, όπως είπε, τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου του 2021.
Τι επίπτωση θα έχει μια δίωξη εις βάρος του Τραμπ στην προεκλογική του εκστρατεία;
Ο Ντόναλντ Τραμπ προς το παρόν δεν έχει λόγο να ανησυχεί για την προεκλογική του εκστρατεία, αφού ούτε η άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος του, ούτε τυχόν καταδίκη του, ακόμη και φυλάκισή του, θα τον εμποδίσουν να παραμείνει υποψήφιος.
Ορισμένοι, συμπεριλαμβανομένου του Τραμπ, θέλουν ακόμη να πιστεύουν ότι οι συνέπειες ενός τέτοιου κατηγορητηρίου θα μπορούσαν να έχουν ευνοϊκά αποτελέσματα ιδιαίτερα όσον αφορά στη συσπείρωση της εκλογικής του βάσης. Ακόμη και ο κυβερνήτης του Νιου Χάμσαϊρ, Κρις Σουνούνου, από τους λιγοστούς εχθρικούς προς τον πρώην πρόεδρο Ρεπουμπλικανούς, πιστεύει ότι αυτά τα νομικά προβλήματα θα δημιουργήσουν «πολλή συμπάθεια για τον πρώην πρόεδρο». Την άποψή του συμμερίζεται και ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «ο εισαγγελέας στη Νέα Υόρκη έκανε περισσότερα για να βοηθήσει τον Ντόναλντ Τραμπ να εκλεγεί πρόεδρος από οποιονδήποτε άλλον σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Την ίδια ώρα ο Τραμπ -φαβορί αυτή την περίοδο για τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών για το χρίσμα του 2024- απειλείται κι από άλλες νομικές έρευνες, από ορισμένες εκ των οποίων θα μπορούσαν να προκύψουν αγωγές εντελώς διαφορετικής βαρύτητας, ιδίως για τις προσπάθειές του να ανατρέψει την ήττα του στην Πολιτεία της Τζόρτζια το 2020 ή από τις ομοσπονδιακές έρευνες σχετικά με την εμπλοκή του στην εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 και τη διατήρηση απόρρητων εγγράφων στην έπαυλή του, το Μαρ-α-Λάγκο στη Φλόριντα, μετά την αναχώρησή του από τον Λευκό Οίκο.