Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, ο ρωσικός στρατός δεν έχει κάνει αρκετά σημαντικά βήματα για να κερδίσει τον πόλεμο – μάλιστα έχει χάσει μέρος της επικράτειας που ο Ρώσος πρόεδρος επιχείρησε να προσαρτήσει τον περασμένο Σεπτέμβριο, σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι Financial Times σε άρθρο του για την προσεχή επέτειο συμπλήρωσης ενός έτους από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, που φέρει τίτλο «Για πόσο καιρό ακόμα μπορεί να αντέξει η Ρωσία να πολεμά στην Ουκρανία».
Οι απώλειες της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης είναι τόσο μεγάλες που δυτικοί αξιωματούχοι αμφιβάλλουν ότι έχει την ικανότητα να οργανώσει ξανά μια επίθεση της ίδιας κλίμακας. Εν τω μεταξύ, οι κυρώσεις έχουν πλήξει τη ρωσική οικονομία και την έχουν αποκόψει από αλυσίδες εφοδιασμού που είναι ζωτικής σημασίας για τη συντήρηση της πολεμικής μηχανής του Πούτιν.
Όμως, παρά τη δεινή κατάσταση των ρωσικών δυνάμεων και το τέλμα στο οποίο πλησιάζει η οικονομία της χώρας, ο Πούτιν δεν έχει παρουσιάσει καμία ένδειξη ότι σκοπεύει να περιορίσει τους στόχους του ή να αναζητήσει διέξοδο από τον πόλεμο, επιμένοντας ότι η νίκη της Ρωσίας είναι “αναπόφευκτη” και ότι οι “στόχοι της θα επιτευχθούν πλήρως”.
Για να εκτιμήσουν πόσο καιρό μπορεί η Ρωσία να διατηρήσει τις πολεμικές της προσπάθειες, οι Financial Times εξέτασαν τέσσερις βασικούς τομείς στους οποίους πρέπει να στηριχθεί ο Πούτιν: τις δυνάμεις στο πεδίο της μάχης, το απόθεμα πυρομαχικών της Ρωσίας, το οικονομικό ταμείο πολέμου του Κρεμλίνου και τα συναισθήματα των απλών Ρώσων για τον πόλεμο.
Το κεντρικό συμπέρασμα, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι η πολεμική μηχανή του Πούτιν βρίσκεται υπό τεράστια πίεση και θα μπορούσε να δυσκολευτεί να οργανώσει τις αποφασιστικές, νέες επιθέσεις που έχει υποσχεθεί. Αλλά η Ρωσία έχει τους πόρους για να συνεχίσει να πολεμά στην Ουκρανία για αρκετό καιρό ακόμη.
Πυρομαχικά
Από την έναρξη της εισβολής πριν από ένα χρόνο, η Ρωσία έχει χάσει τουλάχιστον 4.500 τεθωρακισμένα οχήματα, 63 αεροσκάφη, 70 ελικόπτερα, 150 drones, 12 πολεμικά πλοία και περισσότερα από 600 συστήματα πυροβολικού. Οι εκτιμήσεις των Ουκρανών για τις ρωσικές απώλειες είναι ακόμη μεγαλύτερες. Οι Ρώσοι εκτιμάται ότι έχουν χάσει χιλιάδες άρματα μάχης στην Ουκρανία, μεταξύ αυτών και πάρα πολλά νέα τανκς. Η Ρωσία έχει αναπτύξει μέχρι σήμερα περίπου 1.800 άρματα μάχης και έχει άλλα περίπου 5.000 εφεδρικά, ωστόσο αρκετά εξ αυτών είναι παλαιά τανκς της σοβιετικής περιόδου και σε κακή κατάσταση, όπως αναφέρει σε έκθεση του International Institute for Strategic Studies.
Η Ρωσία έχει επίσης χρησιμοποιήσει πολύ μεγάλο μέρος του αποθέματός των περίπου 3.000 έως 3.500 πυραύλων με βεληνεκές μεγαλύτερο των 300 χλμ. που είχε στη διάθεσή της πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, σύμφωνα με τον Πάβελ Λούζιν, ακαδημαϊκό στη Σχολή Νομικής και Διπλωματίας Fletcher του αμερικανικού Πανεπιστημίου Tufts.
Με τα παραπάνω δεδομένα, η Ρωσία έχει στραφεί στη χρήση του συστήματος αεράμυνας S-300 για πλήγματα μεγάλης εμβέλειας.
Σύμφωνα με την εκτίμηση των ΗΠΑ τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ρωσία θα μπορούσε να διατηρήσει τους τρέχοντες ρυθμούς βολής πυροβολικού στην Ουκρανία ως τις αρχές του 2023, καθώς τα αποθέματα των ικανών να πλήξουν στόχους ρωσικών πυρομαχικών μειώνονται.
Οι ρωσικές αμυντικές δαπάνες αναμένεται να ανέλθουν σε δυσθεώρητα ύψη φέτος, αλλά ακόμη και αυτή η αυξημένη χρηματοδότηση δεν μπορεί να αντισταθμίσει τα βαθύτερα προβλήματα της ρωσικής παραγωγής, σημειώνει ο Λούζιν.
Αρνητικές συνέπειες έχει και η αδυναμία εισαγωγής προηγμένων ημιαγωγών ξένης κατασκευής, τους οποίους η Μόσχα αδυνατεί να προμηθευτεί λόγω των υφιστάμενων κυρώσεων. Η εξέλιξη αυτή έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή οπλικών συστημάτων, καθώς πολλά από τα ρωσικά συστήματα (τα άρματα μάχης T-72, τα συστήματα αεράμυνας 9K37 Buk και 9K22 Tunguzka, οι πύραυλοι κρουζ Kh-101 κ.ά.) είχαν δυτικά εξαρτήματα τα οποία πια δεν εισάγονται στη Ρωσία, όπως αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή του το German Council on Foreign Relations.
Με όλα αυτά και παρά το γεγονός πως η Μόσχα έχει επιστρατεύσει περίπου 300.000 εφέδρους, η Ρωσία δείχνει να στερείται την υπεροχή που θα απαιτούνταν για να επιτύχει νέες μεγάλες νίκες στο ουκρανικό μέτωπο.
Οικονομικά
Τον Ιανουάριο, ο Πούτιν υπερηφανευόταν ότι οι προβλέψεις για τη ρωσική οικονομική κατάρρευση δεν επαληθεύονταν. Σε αντίθεση με τις δυτικές προβλέψεις, το ρωσικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά μόλις 2,1%, με τα εντυπωσιακά κέρδη από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου των 168 δισ. δολαρίων να βοηθούν το Κρεμλίνο να αντισταθμίσει τις προσπάθειες της Δύσης να αποκλείσει τη Ρωσία από τις παγκόσμιες αγορές και τις αλυσίδες εφοδιασμού.
Παρ’ όλα αυτά όμως, πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι όσα πέτυχε η ρωσική οικονομία μπορεί να μην έχουν την απαιτούμενη διάρκεια, καθώς τα ενεργειακά έσοδα τον προηγούμενο μήνα μειώθηκαν κατά 46% σε ετήσια βάση, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σημαντικά, εκτινάσσοντας στα ύψη το ρωσικό έλλειμμα.
Η Μόσχα εκτιμά ότι τα έσοδά της από την ενέργεια, από την οποία προέρχεται το 40% των κρατικών εσόδων, θα μειωθούν φέτος κατά 23% χάρη στις κινήσεις της Δύσης να θέσει υπό εμπάργκο και υπο ανώτατο όριο τιμών τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
Επιπλέον, η Ρωσία έχει απολέσει πάνω από το 50% των εξαγωγών φυσικού αερίου μετά την πρωτοβουλία της Ευρώπης να μειώσει την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια, ενώ δεν διαθέτει τις υποδομές για να μεταφέρει τις προμήθειες στην Ασία.
Και μπορεί η Κίνα και η Ινδία να συνέβαλαν στην αντιστάθμιση της ζημίας αγοράζοντας μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου, ωστόσο οι δυτικές κυρώσεις έχουν αρχίσει να περιορίζουν τα κέρδη.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Κρεμλίνο προετοιμάζεται να μπαλώσει τρύπες, μειώνοντας δραματικά τις μη-στρατιωτικές δημοσιονομικές δαπάνες και την εξάρτησή του από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Επάρκεια στρατού
Πριν από την έναρξη του πολέμου, ο ρωσικός στρατός αριθμούσε 740.000 – 780.000 άτομα. Επιπλέον, από αυτά τα περίπου 750.000 άτομα, οι ετοιμοπόλεμοι που μπορούσαν να μεταβούν στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων δεν ξεπερνούσαν τους 168.000, οι περίπου 100.000 βρίσκονταν σε μονάδες που χρησίμευαν ως εφεδρεία και οι υπόλοιποι ήταν προσωπικό υποστήριξης.
Οι ρωσικές δυνάμεις που επιχείρησαν στην Ουκρανία κατέγραψαν μεγάλες απώλειες τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής. Αμερικανοί αξιωματούχοι υπολόγιζαν ότι μέχρι τον Ιούλιο του 2022, πάνω από 50.000 Ρώσοι στρατιώτες είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί. Οι απώλειες ήταν μεγάλες ειδικά για τις «ελίτ» μονάδες του ρωσικού στρατού, κάποιες από τις οποίες είδαν ως και το 50% των ανδρών τους να βγαίνουν εκτός μάχης.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου ο Πούτιν ανακοίνωσε σχέδιο για την επιστράτευση 300.000 ανδρών, ενώ από τις αρχές του 2023, κυκλοφορούν φήμες και για δεύτερη επιστράτευση.
Οι μισοί από τους άνδρες που επιστρατεύθηκαν, εξακολουθούν πιθανότατα να βρίσκονται σε φάση εκπαίδευσης, σημειώνει ο Μάικλ Κόφμαν, διευθυντής του προγράμματος ρωσικών σπουδών στη δεξαμενή σκέψης CNA.
Στο σύνολο, υπάρχουν περίπου 30 εκατομμύρια άνδρες ηλικίας 18-50 ετών στη Ρωσία, αλλά από αυτούς οι 9-10 εκατομμύρια διαθέτουν στρατιωτική εμπειρία, σύμφωνα με ερευνητές.
Στο μεταξύ, περίπου 500.000 Ρώσοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα από την έναρξη της εισβολής, στην πλειονότητά τους άνδρες σε ηλικία μάχης. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι περιορισμοί που αφορούν στην ικανότητα του στρατού να στεγάζει, να εξοπλίζει, να εκπαιδεύει και να πληρώνει νέα στρατεύματα, αλλά και μέχρι την προθυμία του Κρεμλίνου να απομακρύνει τους άνδρες από την οικονομική ζωή, προκαλώντας νέα κύματα πανικού και μαζικής μετανάστευσης.
Το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας ανακοίνωσε το σχέδιο στο τέλος του 2022 για την αύξηση του μεγέθους του στρατού σε 1,5 εκατομμύριο, εκ των οποίων οι 695.000 θα είναι συμβασιούχοι στρατιώτες που θα είναι εθελοντές. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Λούζιν, τα σχέδια αυτά δεν δείχνουν ρεαλιστικά: «Ο πραγματικός στόχος είναι να εξασφαλιστεί ένας τεράστιος στρατιωτικός προϋπολογισμός».
Δημόσια στήριξη
Δημοσκοπήσεις που έλαβαν χώρα τον περασμένο Σεπτέμβριο (Vtsiom, Levada Center), έδειξαν πως το 72% με 73% των Ρώσων ποστηρίζει τον πόλεμο.
Αναλυτές, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι αυτά τα στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα μέσα σε ένα περιβάλλον καταστολής και λογοκρισίας, με τον Ρώσο πρόεδρο να έχει υιοθετήσει νόμο που προβλέπει ποινές φυλάκισης έως και 15 ετών για όσους «δυσφημίζουν τις ένοπλες δυνάμεις».
Στο μεταξύ, ο Γκριγκόρι Γιούντιν, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στη Σχολή Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας, σημειώνει ότι τα ποσοστά ανταπόκρισης των δημοσκοπήσεων στο δημόσιο αίσθημα κυμαίνονται μεταξύ 10% και 25%, ενώ δημοσκόπηση της ομάδας Chronicles είχε ποσοστό ανταπόκρισης μόλις 6%.
Σε άλλες απαντήσεις, οι Ρώσοι δείχνουν ότι ο πόλεμος αρχίζει να επηρεάζει την καθημερινή τους ζωή όλο και περισσότερο. Σειρά δημοσκοπήσεων της Chronicles, έδειξαν ότι περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες σημείωσαν πως οι αυξήσεις των τιμών τους ανάγκασαν να περιορίσουν τις καθημερινές τους αγορές.
Προς τα τέλη Μαρτίου του 2022, το 3,5% δήλωνε ότι είχε πρόσφατα απολυθεί, ενώ μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023, το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί σε 9%. Παράλληλα, και ο αριθμός όσων ανέφεραν περιστατικά άγχους ή κατάθλιψη αυξήθηκε από 32% σε 50% κατά την ίδια περίοδο.
Παράλληλα, μυστική δημοσκόπηση που διεξήχθη τον Νοέμβριο από εταιρεία που ελέγχεται από το Κρεμλίνο, το 60% των Ρώσων είπε ότι ο Πούτιν έκανε το σωστό ξεκινώντας τον πόλεμο. Ωστόσο, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 70% την άνοιξη του 2022. Επιπλέον, με βάση την ίδια δημοσκόπηση, παρατηρείται και ένα διευρυνόμενο χάσμα γενεών, καθώς μόνο το 40% των Ρώσων ηλικίας 18 έως 45 ετών υποστηρίζουν ότι η χώρα τους είχε δίκιο που ξεκίνησε τον πόλεμο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 76% στις ηλικίες άνω των 45 ετών.