Σαν ξαφνική σπίθα που βρίσκει ξεχασμένα φιτίλια σε παλιές πυριτιδαποθήκες απειλώντας να ανατινάξει τη διεθνή τάξη λειτουργεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καθώς παλιοί μεν, αλλά ανοιχτοί λογαριασμοί μεταξύ γειτονικών κρατών, περιφερειακοί ανταγωνισμοί, αλλά και διμερείς διενέξεις πολλών ετών έρχονται εκ νέου στην επιφάνεια, με τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Κίνα να έχουν επιδοθεί σε αγώνα δρόμου για τη διεύρυνση των σφαιρών επιρροής τους στον 21ο αιώνα, με αφετηρία τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Η κρίση που αποσοβήθηκε στο «και πέντε» στο Βόρειο Κόσοβο, η «εθιμοτυπική» επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν, η κινητικότητα στο μέτωπο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αλλά και ο προεκλογικός αγώνας στην Ιταλία και προσεχώς στη Μολδαβία συνιστούν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας απόπειρας αναδιάταξης του διεθνούς συστήματος: μετά την κίνηση του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν να εισβάλει τον περασμένο Φεβρουάριο στην Ουκρανία, σπίθες απειλούν να ανάψουν, για μερίδα αναλυτών, την πυρκαγιά ενός νέου Ψυχρού Πολέμου.
Για τις πινακίδες
Η πρώτη -αν και γνωστή από το πρόσφατο παρελθόν- εστία έντασης που αναζωπυρώθηκε επί ευρωπαϊκού εδάφους μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν αυτή της περασμένης Κυριακής στα πολύπαθα Βαλκάνια, όταν λίγο έλειψε οι Σέρβοι (1,5% του πληθυσμού) και οι αλβανόφωνοι (93% του πληθυσμού) του Κοσόβου να βρεθούν και πάλι αντιμέτωποι, 23 χρόνια μετά την πολεμική σύρραξη του 1999, η οποία οδήγησε την αμέσως επόμενη δεκαετία σε πλήρη αναδιάταξη τα γεωγραφικά σύνορα και την κατανομή των πληθυσμών στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου, με τελική κατάληξη τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου τον Φεβρουάριο του 2008.
Χρειάστηκαν οι πυροσβεστικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ μέσω του πρεσβευτή τους στην Πρίστινα και της Ε.Ε. και κυρίως η προειδοποίηση από πλευράς της τοπικής δύναμης του ΝΑΤΟ (KFOR) ότι παρακολουθούσε τις εξελίξεις και ήταν σε ετοιμότητα για να παρέμβει, για να πέσουν οι τόνοι μέσα στις επόμενες ώρες. Αφορμή για την παρ’ ολίγον βαλκανική ανάφλεξη αποτέλεσε η υποχρεωτική αλλαγή των ταξιδιωτικών εγγράφων και των πινακίδων Ι.Χ. για τους πολίτες του Κοσόβου, αρχής γενομένης από την 1η Αυγούστου.
Την παραμονή, ωστόσο, της εφαρμογής του μέτρου και με επίκεντρο την πόλη Μιτρόβιτσα στο Βόρειο Κόσοβο, Σέρβοι κάτοικοι, που συνιστούν την κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα στην περιοχή, έστησαν οδοφράγματα και απέκλεισαν οδικές αρτηρίες στα σύνορα, αρνούμενοι να πειθαρχήσουν στο νέο καθεστώς, δηλαδή της υποχρεωτικής χρήσης ταξιδιωτικών εγγράφων και των πινακίδων με τα διακριτικά της Δημοκρατίας του Κοσόβου. Στη χρόνια διένεξη των δύο εθνοτικών ομάδων, ωστόσο, θέση υπέρ της Σερβίας έσπευσε να λάβει αυθημερόν η Ρωσία, με την εκπρόσωπο του ρωσικού ΥΠΕΞ Μαρία Ζαχάροβα να «διαβάζει» τη σχετική απόφαση της τοπικής κυβέρνησης ως «ένα ακόμη βήμα για την εκδίωξη του σερβικού πληθυσμού από το Κοσσυφοπέδιο», καλώντας την Πρίστινα, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. «να σταματήσουν τις προκλήσεις και να τηρήσουν τα δικαιώματα των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο».
Τη σχεδόν πολεμική ατμόσφαιρα της περασμένης Κυριακής στο Βόρειο Κόσοβο ενίσχυσαν και οι σχετικές δηλώσεις του προέδρου της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι «αν τολμήσουν να διώξουν και να σκοτώσουν Σέρβους, η Σερβία θα κερδίσει». Με τη Δύση να επιδεικνύει άμεσα αντανακλαστικά και μετά τη συμβιβαστική πρόταση που κατέθεσε ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Πρίστινα, Τζεφ Χόβενιερ, ο πρωθυπουργός του Κοσόβου, Αλμπιν Κούρτι, ανακοίνωσε τελικά την παράταση κατά έναν μήνα της εφαρμογής του μέτρου, αναβάλλοντας για τις αρχές Σεπτεμβρίου την αντικατάσταση των πινακίδων, και μαζί την πιθανή ρήξη, για την αποφυγή της οποίας δεν τοποθετούνται με περισσή βεβαιότητα αρκετοί αναλυτές. Τον τρόπο με τον οποίο θα συμβιβαστούν οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές, δηλαδή οι Σέρβοι και οι αλβανόφωνοι του Κοσόβου, η συνύπαρξη των οποίων συνιστά ένα καθημερινό και εύθραυστο στοίχημα για την ευρύτερη περιοχή, θα διαφανεί σε πρώτο επίπεδο στις 18 του μήνα, οπότε οι Αλεξάνταρ Βούτσιτς και Αλμπιν Κούρτι θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι των συνομιλιών στις Βρυξέλλες, μετά από πρόσκληση του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ.
Ο τελευταίος κρατά στα χέρια του το ισχυρό χαρτί της έναρξης της ενταξιακής διαδικασίας των δύο χωρών για την Ε.Ε., το οποίο οι Βρυξέλλες επιθυμούν να αποτελέσει τη βαλβίδα εξαέρωσης της ξαφνικής έντασης, μόνο που ο πλανητικός προσανατολισμός κυρίως των Σέρβων δεν ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τη μελλοντική ευρωπαϊκή τους πορεία. Αντίθετα, στο πρόσωπο του προέδρου Αλεξάνταρ Βούτσιτς εκφράζεται ένα μεγάλο φιλορωσικό ρεύμα που υποβόσκει διαχρονικά στο εσωτερικό της Σερβίας, με τον ηγέτη της να εξηγεί εξαιτίας αυτού ότι «κρατάμε τη σερβική θέση και ασκούμε μια πολιτική σύμφωνα με τα εθνικά και κρατικά μας συμφέροντα», προκειμένου να αιτιολογήσει την άρνηση της χώρας του να συμπορευτεί με τη Δύση ως προς την επιβολή οικονομικών κυρώσεων προς τη Μόσχα μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Παράλληλα, η Σερβία αύξησε ακόμη περισσότερο την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία τον περασμένο Μάιο, πετυχαίνοντας μια ιδιαίτερα ευνοϊκή συμφωνία για την προμήθεια φυσικού αερίου, το ίδιο χρονικό διάστημα δηλαδή κατά το οποίο οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. ανακοίνωναν εσπευσμένα σχέδια έκτακτης ανάγκης για την εξοικονόμηση ενέργειας μετά το κλείσιμο της στρόφιγγας της Gazprom.
Επόμενοι στόχοι
Στην περίπτωση του Κοσόβου, το ειδικό βάρος που φαίνεται ότι διαδραματίζει στην ευρύτερη περιοχή προκύπτει και από το γεγονός ότι ο Ρώσος πρόεδρος επικαλέστηκε το προηγούμενο της ανεξαρτησίας του, ως επιχείρημα για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας το 2008, αλλά και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 αντίστοιχα, τη στιγμή που η επέκταση της ρωσικής επιρροής στα Δυτικά Βαλκάνια συνιστά διαχρονικό σημείο ενδιαφέροντος για το Κρεμλίνο. Υπό αυτό το πρίσμα, η εφημερίδα «Le Figaro» εκτιμά ότι η Μολδαβία, η Γεωργία και το σερβικό τμήμα της Βοσνίας συνιστούν από κοινού με τη Σερβία ευάλωτες περιοχές σε αναταράξεις το επόμενο χρονικό διάστημα. Αναταράξεις που στην περίπτωση της Μολδαβίας έχουν αρχίσει να γίνονται ήδη ορατές, με δεδομένο ότι ο πρώην πρόεδρος της χώρας και γνωστός για τα φιλορωσικά του αισθήματα, Ιγκορ Ντόντον, ζήτησε τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, επικαλούμενος την έκρηξη των τιμών του φυσικού αερίου.
Σε περίπτωση που το αίτημα του Ντόντον βρει ευήκοον ους, τότε θα πρόκειται για τις δεύτερες εκλογές που προκύπτουν πρόωρα και υπό το βάρος του ενεργειακού στραγγαλισμού που επιχειρεί η Μόσχα, μετά την παραίτηση του Ιταλού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι και την κήρυξη της έναρξης της προεκλογικής περιόδου στην Ιταλία. Παρότι καταδικασμένος σε κατ’ οίκον περιορισμό με τις κατηγορίες της προδοσίας και της διαφθοράς, ο πρώην πρόεδρος της Μολδαβίας υπέδειξε προς την παρούσα κυβέρνηση ότι θα πρέπει να σπεύσει να διαπραγματευτεί μια διμερή συμφωνία με τη Μόσχα για την προμήθεια του φυσικού αερίου, στο πρότυπο αυτής που επίκειται να υπογράψει με τη Ρωσία μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν με τη Ρωσία εξασφαλίζοντας -λόγω της προνομιακής σχέσης του με τον Πούτιν- 700 εκατομμύρια πρόσθετα κυβικά μέτρα φυσικού αερίου.
Εκτός από το Κρεμλίνο, ειδικές σχέσεις έχουν αναπτύξει ηγέτες των Δυτικών Βαλκανίων και με το Πεκίνο, όπως στην περίπτωση του προέδρου της Σερβίας, ο οποίος ήταν ένας από τους ηγέτες (μεταξύ των οποίων και ο Πούτιν) που μετέβη στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου στην Κίνα προκειμένου να παρακολουθήσει διά ζώσης τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Στο περιθώριό τους, ο κ. Βούτσιτς συνάντησε κατ’ ιδίαν τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, καθώς η τελευταία αποσκοπεί στο να καταστήσει το Βελιγράδι περιφερειακό κόμβο της δραστηριότητάς της στην Ευρώπη, με τις δύο χώρες να αλληλοπεριγράφονται ως «σιδερένιοι φίλοι».
Αλλωστε, η επέκταση της εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας της Κίνας στη Σερβία τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται με φρενήρεις ρυθμούς, κυρίως στους τομείς των υποδομών και του εμπορίου (τριπλασιάστηκε από το 2016), ενώ το Πεκίνο παρείχε στο Βελιγράδι υγειονομικό υλικό και εμβόλια για την καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοϊού. Από πλευράς του, ο Σέρβος πρόεδρος, ο οποίος σημειωτέον είχε εμβολιαστεί με το κινεζικό εμβόλιο Sinopharm, εξέφρασε προς τον Κινέζο ομόλογό του ότι η χώρα του θα στέκεται σταθερά στο πλευρό του Πεκίνου απέναντι σε ζητήματα ζωτικού του ενδιαφέροντος, όπως η Αυτόνομη Περιφέρεια Σιντζιάνγκ ή το νησί της Ταϊβάν.
Επίσκεψη ταραχής
Η Ταϊβάν, ωστόσο, βρίσκεται τις τελευταίες ώρες στο στόχαστρο της Κίνας, η οποία ξεδιπλώνει έκτοτε κάθε μορφής αντίποινα ανοίγοντας μια βεντάλια επιθετικών μέτρων, που περιλαμβάνουν από αεροναυτικά γυμνάσια με πραγματικά πυρά, κυβερνοεπιθέσεις και εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων μέχρι εμπάργκο σε εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, τροφίμων και βιομηχανικών αγαθών, προμηνύοντας σκληρό οικονομικό αποκλεισμό του Πεκίνου προς το νησί των 23 εκατομμυρίων κατοίκων. Σε τροχιά νέας και επικίνδυνης κλιμάκωσης αναζωπυρώνοντας το καντήλι της έντασης που καίει αδιαλείπτως από το 1949, έφερε τις δύο χώρες η επίσκεψη στα μέσα της εβδομάδας της Νάνσι Πελόζι, προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ και δεύτερης στη σειρά διαδοχής της προεδρίας, στην πρωτεύουσα της Ταϊβάν, ως κίνηση έμπρακτης αμερικανικής στήριξης της «δημοκρατίας» του νησιού, αυτοδιοίκητου, ωστόσο, και σε πλήρη διάσταση με το Πεκίνο, αν και το τελευταίο εξακολουθεί να το μετρά στον κατάλογο των κινεζικών επαρχιών.
Το σχίσμα Κίνας – Ταϊβάν, το οποίο μετρά πάνω από 70 χρόνια, αφού επήλθε οριστικά το 1949, όταν ο κινεζικός εμφύλιος ανέδειξε νικητή τον Μάο Τσετούνγκ, με τους εθνικιστές της Κουομιντάνγκ να βρίσκουν καταφύγιο στην Ταϊβάν, επανήλθε εκ νέου στην επιφάνεια αναζωπυρώνοντας τα παλιά πάθη, αλλά και τη συγκρουσιακή ατμόσφαιρα που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στις αμερικανοσινικές σχέσεις. Ο απόηχος της επίσκεψης Πελόζι υπήρξε τέτοιος, που το περιοδικό «Economist» συνόψισε τα μελλούμενα στη φράση «η Νάνσι Πελόζι έφυγε από την Ταϊβάν.
Η πραγματική κρίση ίσως μόλις αρχίζει», καθώς το Πεκίνο εξέλαβε τη συμβολική παρουσία της Αμερικανίδας υψηλόβαθμης αξιωματούχου ως ευθεία παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, αλλά και ως ωμή παραβίαση της «αρχής της μιας Κίνας», κατά την οποία οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν ως επίσημο κράτος τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και κανένα άλλο αυτονομιστικό καθεστώς. Το ξεχείλισμα της οργής του Πεκίνου αποτυπώθηκε εμφανώς στην απόφασή του να επιβάλει κυρώσεις κατά της Πελόζι, όπως και να διακόψει μαζικά διπλωματικούς διαύλους επικοινωνίας, αναστέλλοντας τη συνεργασία με την Ουάσινγκτον σε μια σειρά από τομείς όπως ο διάλογος μεταξύ υψηλόβαθμων στρατιωτικών αξιωματικών, οι συνομιλίες για το κλίμα με τις ΗΠΑ, καθώς και η συνεργασία για την πρόληψη διασυνοριακού εγκλήματος και τον επαναπατρισμό παράτυπων μεταναστών. Κομβικό, ωστόσο, για το μέλλον των διμερών σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας προδιαγράφεται το φθινόπωρο, καθώς εκτιμάται ότι ο Τζινπίνγκ επέλεξε να ελέγξει τα όρια της αντίδρασής του απέναντι στην Ουάσινγκτον μέχρι τη διεξαγωγή του 20ού Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.
Διεκδικώντας ο ίδιος μια τρίτη θητεία, εξέλιξη που δεν γνωρίζει πρόσφατο προηγούμενο, εικάζεται ότι βάδισε τις τελευταίες ώρες με γνώμονα την επανεκλογή του, η οποία θα του προσφέρει αφειδώς την επιθυμητή πολιτική νομιμοποίηση για τυχόν αντεπίθεσή του, επισπεύδοντας πιθανά τον διακηρυγμένο στόχο του για ανακατάληψη της Ταϊβάν, στα χνάρια της ρωσικής επιχείρησης στην Ουκρανία. Στον αντίποδα, η επίσκεψη Πελόζι στην Κίνα στερεί πολλούς και πολύτιμους πόντους για την επανεκλογή των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο τον Νοέμβριο, οδηγώντας -με μαθηματική ακρίβεια για κάποιους αναλυτές- στην ήττα τους στις ενδιάμεσες εκλογές.
Μολονότι τόσο ο Αμερικανός πρόεδρος όσο και ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Αντονι Μπλίνκεν, κράτησαν δημόσια αποστάσεις από την «προσωπική απόφαση» της Πελόζι να μεταβεί στην Ταϊβάν, δεν κατάφεραν, ωστόσο, να την αποτρέψουν μειώνοντας έτι περαιτέρω το ηγετικό προφίλ του ενοίκου του Λευκού Οίκου, που εκπέμπει την εικόνα ενός απλού θεατή των εξελίξεων, σε σημείο μάλιστα αρκετοί Γερουσιαστές του κόμματός του να αποφεύγουν πλέον να ταχθούν υπέρ μιας δεύτερης θητείας του. Στην απουσία ηγετικού προφίλ του Μπάιντεν προστίθεται το εκρηκτικό κοινωνικό κοκτέιλ στις ΗΠΑ, στο οποίο αναμειγνύονται η έκρηξη του πληθωρισμού, το ράλι στις τιμές των καυσίμων και ο εκτροχιασμός της πανδημίας του κορωνοϊού, ο οποίος δοκιμάζει για δεύτερη φορά τον ίδιο τον πρόεδρο.
Με το οικονομικό και κοινωνικό αμερικανικό έδαφος να μοιάζει σαθρό, το εμφανές προβάδισμα των Ρεπουμπλικανών σε ορισμένες Πολιτείες μπορεί ευκολότερα να γενικευτεί εν όψει των εκλογών του Νοεμβρίου, όπως και ο λαϊκιστικός και ανορθολογικός πολιτικός λόγος: «Γιατί είναι η “τρελή Νάνσι” Πελόζι στην Ταϊβάν; Πάντα προκαλεί προβλήματα. Τίποτα που κάνει δεν βγαίνει σε καλό (δύο αποτυχημένες παραπομπές, απώλεια της πλειοψηφίας στο Κογκρέσο κ.λπ.). Παρακολουθώ!» ήταν το σχόλιο του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Στο ντόμινο αρνητικών συνεπειών της επίσκεψης Πελόζι στην Ταϊβάν προστίθενται και οι κλυδωνισμοί στο Τριμερές Σύμφωνο Ασφάλειας (AUKUS) μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου, ΗΠΑ και Αυστραλίας, με την τελευταία να ρίχνει τώρα γέφυρες προς το Πεκίνο μετά την επίδειξη κινεζικής ισχύος στα στενά της Ταϊβάν αλλά και τους τέσσερις βαλλιστικούς πυραύλους που κατέληξαν κατά λάθος στην ΑΟΖ της Ιαπωνίας (που προορίζονταν, κατά τους Κινέζους, για την Ταϊβάν), προκαλώντας την οξεία αντίδραση του Τόκιο. Ιαπωνία και Κίνα, άλλωστε, μετρούν ουκ ολίγα χρόνια μεταξύ τους έντασης για τις διαφιλονικούμενες βραχονησίδες στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.
Αλλα μέτωπα
Σε αυτό το κλίμα γενικευμένης γεωπολιτικής αναταραχής, καμπανάκι ήχησε η αντίδραση του υπουργείου Αμυνας της Ρωσίας, ο οποίος έκανε λόγο στα μέσα της εβδομάδας για επιδείνωση της κατάστασης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ εξαιτίας συγκρούσεων των δυνάμεων της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, με τη Μόσχα να κατηγορεί ευθέως τους Αζέρους για παραβίαση της εκεχειρίας. Το ζήτημα, άλλωστε, της αμφισβητούμενης ζώνης στον ορεινό Καύκασο απασχόλησε και τη συνάντηση τετ α τετ του Ρώσου προέδρου με τον Τούρκο ομόλογό του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, την περασμένη Παρασκευή, καθώς «η Ρωσία έχει πολλά στρατηγικά έργα που εκτελούνται μαζί με την Τουρκία», όπως παρατήρησε κατά τη διάρκειά της ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου, σε μια συνάντηση που απέβλεπε στην «περαιτέρω εμβάθυνση των σχέσεων» των δύο λαών. Αν η επιδίωξη, ωστόσο, αυτής της εμβάθυνσης περιλαμβάνει έναν κοινό, αναθεωρητικό βηματισμό, αυτό συνιστά ήδη ζητούμενο τόσο για την Ουάσινγκτον όσο και για τις Βρυξέλλες και πολύ περισσότερο για την Αθήνα, ιδίως όταν η Τουρκία έχει προαναγγείλει την έξοδο για έρευνες του τουρκικού γεωτρύπανου «Αμπντούλ Χαμίτ Χαν» από τον κόλπο της Μερσίνης την προσεχή Τρίτη.