Η συλλογή πληροφοριών και η ανάλυση πληροφοριών γίνονταν από κοινού μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου, λένε καλά γνωρίζοντες την υπόθεση
Παραδοσιακά, η δουλειά ενός κατασκόπου είναι να κρατά μυστικά – αλλά καθώς η εισβολή στην Ουκρανία πλησίαζε, οι αξιωματούχοι των δυτικών μυστικών υπηρεσιών πήραν την ασυνήθιστη απόφαση να πουν στον κόσμο ό,τι γνώριζαν.
Για σχεδόν δώδεκα ημέρες τον Φεβρουάριο, μια μικρή ομάδα αξιωματικών των μυστικών υπηρεσιών πήγαινε νωρίς για ύπνο.
Είχαν πληροφορίες που προέβλεπαν τη διεξαγωγή πολέμου και ήξεραν ότι, αν η Ρωσία επρόκειτο πραγματικά να εισβάλει στην Ουκρανία, θα το έκανε τις πρώτες πρωινές ώρες.
Όταν τελικά οι πληροφορίες επιβεβαιώθηκαν στις 24 Φεβρουαρίου, εξακολουθούσαν να τα αισθάνονται περίεργα, θυμάται ένας από αυτούς. «Ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι πραγματικά συνέβαινε, μέχρι που ξύπνησα νωρίς το πρωί και έβαλα το ραδιόφωνο».
Για μήνες έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου.
Δεν υπήρχε καμία ικανοποίηση επειδή αποδείχτηκε ότι είχαμε δίκιο, προσθέτει ένας άλλος αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών. Αλλά τουλάχιστον ένιωσαν ότι προσπάθησαν να σταματήσουν έναν πόλεμο για την έκταση του οποίου προειδοποιούσαν επί μήνες.
Αλλαγή τακτικής
Τόσο πριν τον πόλεμο όσο και εβδομάδες μετά την έναρξή του, οι αμερικανικές και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες δημοσιοποίησαν ορισμένα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά τους στο πλαίσιο μιας πρωτοφανούς εκστρατείας.
Για δεκαετίες, μοιράζονταν πληροφορίες με όσο το δυνατόν λιγότερα άτομα. Όχι πια. Είχε ληφθεί η απόφαση να τις μάθει όλος ο κόσμος.
Τα πρώτα σημάδια των προθέσεων της Ρωσίας έκαναν την εμφάνισή τους πριν από ένα χρόνο. Οι πληροφορίες από δορυφορικές εικόνες έδειχναν ότι τα ρωσικά στρατεύματα είχαν συγκεντρωθεί κοντά στην Ουκρανία. Αλλά οι αναλυτές δεν είχαν κατανοήσει επαρκώς τις πραγματικές προθέσεις της Μόσχας.
Αυτό άλλαξε στα μέσα του 2021. «Από το καλοκαίρι είδαμε μια μικρή ομάδα ανώτερων αξιωματικών να σχεδιάζει πλήρη στρατιωτική εισβολή σε ολόκληρη τη χώρα» εξηγεί αξιωματούχος των δυτικών μυστικών υπηρεσιών.
Η συλλογή πληροφοριών και η ανάλυση πληροφοριών γίνονταν από κοινού μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου, λένε καλά γνωρίζοντες την υπόθεση.
Η ακριβής προέλευση των πληροφοριών παραμένει απόρρητη. Οι αξιωματούχοι δηλώνουν ότι προήλθαν από πολλαπλές πηγές, οι οποίες παρείχαν μια εικόνα που «χτιζόταν» διαρκώς, καθώς το Λονδίνο και η Ουάσινγκτον έβλεπαν τα σχέδια εισβολής να οριστικοποιούνται.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν φάνηκε να πιστεύει ότι έπρεπε να δράσει γρήγορα για να εκπληρώσει τη φιλοδοξία του να επαναφέρει την Ουκρανία στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Και πίστευε ότι ο μόνος τρόπος για να το πετύχει αυτό ήταν η χρήση βίας. «Ένιωθε ότι είχε ένα παράθυρο ευκαιρίας που έκλεινε» υποστηρίζει δυτικός αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών.
Μέχρι το φθινόπωρο, η Ουάσινγκτον είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να δράσει με κάποιο τρόπο λαμβάνοντας υπόψιν όσα μετέφεραν οι κατάσκοποί της. Η απόφαση αυτή, λένε οι εμπλεκόμενοι, ελήφθη στο υψηλότερο επίπεδο του Λευκού Οίκου από τον πρόεδρο Μπάιντεν.
Μια κρίσιμη στιγμή ήταν στις αρχές Νοεμβρίου, όταν ο διευθυντής της CIA Γουίλιαμ Μπερνς ταξίδεψε στη Μόσχα – για να προειδοποιήσει ότι η Ουάσινγκτον γνώριζε τα σχέδια της Ρωσίας. Το ταξίδι δεν έμεινε μυστικό. Η πρώτη φορά που κάποιοι Ρώσοι αξιωματούχοι πληροφορήθηκαν ότι η χώρα τους ενδέχεται να δράσει εναντίον της Ουκρανίας ήταν όταν το άκουσαν από τον διευθυντή της CIA, λέει ένας αξιωματούχος.
Το επόμενο στάδιο ήταν να δημοσιοποιηθούν κάποιες από τις πληροφορίες. Ένα άτομο που συμμετείχε στις συζητήσεις, το οποίο -όπως και άλλοι- μίλησε στο BBC υπό τον όρο της ανωνυμίας, θυμάται στιγμές όπου ρωτήθηκε: «Ποιο είναι το νόημα να γνωρίζουμε όλα αυτά, αν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι;».
Στην Ουάσινγκτον, η επικεφαλής των Υπηρεσιών Πληροφοριών, Άβριλ Χέινς – η οποία ενημέρωσε τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ τον Νοέμβριο – και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν πιστώνονται ότι πίεσαν για τη δημοσιοποίηση του υλικού. Ειδικοί σε θέματα αποχαρακτηρισμού, εκπαιδευμένοι να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους, άρχισαν να εργάζονται νυχθημερόν για να καθορίσουν τι θα μπορούσε να κοινοποιηθεί.
«Η Κοινότητα Υπηρεσιών Πληροφοριών αύξησε το προσωπικό και τους πόρους για να μπορέσει υποστηρίξει την επιχείρηση που περιλάμβανε αυξημένη ανταλλαγή πληροφοριών με συμμάχους και εταίρους και αποχαρακτηρισμό εγγράφων για πιθανή δημοσιοποίηση στον κόσμο» δήλωσε στο BBC η Nicole de Haay, εκπρόσωπος της κοινότητας πληροφοριών των ΗΠΑ.
Στο Λονδίνο, οι πληροφορίες -που προέρχονταν από την GCHQ και την MI6- αντιμετωπίστηκαν σχεδόν με δυσπιστία από ορισμένες πλευρές. Ένα κοινό πρόβλημα εντός και εκτός της κυβέρνησης ήταν ότι οι άνθρωποι απλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως ένας μεγάλος χερσαίος πόλεμος θα μπορούσε να ξεσπάσει στην Ευρώπη τον 21ο αιώνα.
Μόνο στα τέλη του περασμένου έτους -αφού το υλικό πέρασε από μια επίσημη διαδικασία αξιολόγησης και η Κοινή Επιτροπή Πληροφοριών εξέφρασε την εκτίμηση ότι η εισβολή ήταν πλέον «πολύ πιθανή»- όλοι άρχισαν να συνειδητοποιούν το μέγεθος του προβλήματος.
Το πάθημα που έγινε μάθημα
Η αυστηρότητα αυτής της διαδικασίας ήταν αποτέλεσμα διδαγμάτων που αντλήθηκαν πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, στον πόλεμο του Ιράκ, όπου η φήμη των κατασκόπων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου επλήγη – από τη στιγμή μάλιστα που πληροφορίες αποδείχθηκαν λανθασμένες.
Τα «φαντάσματα» του Ιράκ στοιχειώνουν έκτοτε τις συζητήσεις σχετικά με τη χρήση των πληροφοριών δημοσίως – ωστόσο η Ουκρανία προσέφερε μια ευκαιρία να αλλάξουν τα δεδομένα. Νέα σχέδια είχαν τεθεί σε εφαρμογή για να διασφαλιστεί ότι οι απόρρητες πληροφορίες θα περνούσαν από μια αυστηρή διαδικασία αξιολόγησης που θα ρύθμιζε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.
Ενημερώθηκαν, επίσης, και άλλοι σύμμαχοι. Πολλοί όμως παρέμειναν επιφυλακτικοί. Επειδή η πηγή των πληροφοριών δεν μπορούσε να κοινοποιηθεί, ήταν μερικές φορές δύσκολο να ξεπεραστεί η δυσπιστία, παραδέχεται ένας αξιωματούχος.
Ο σκεπτικισμός για τις αγγλοαμερικανικές πληροφορίες ήταν, επίσης, μια άλλη κληρονομιά του Ιράκ. Η Γαλλία απέλυσε πρόσφατα τον επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών επειδή δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τι σχεδιαζόταν στην Ουκρανία.
Ο φόβος για τους κατασκόπους, κατά τη δημοσιοποίηση υλικού, είναι ότι με αυτό τον τρόπο προειδοποιείται η αντίπαλη πλευρά πως υπάρχει διαρροή πληροφοριών με αποτέλεσμα να περιορίζεται η πρόσβαση σε συγκεκριμένες πηγές. Πάντως, υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις μετά το Ιράκ όπου δημοσιοποιήθηκαν πληροφορίες, για παράδειγμα για τη χρήση χημικών όπλων στη Συρία, αλλά ποτέ στην κλίμακα που παρατηρήθηκε στην Ουκρανία.
Η δημοσιοποίηση περιελάμβανε την ανταλλαγή από το Ηνωμένο Βασίλειο λεπτομερειών σχετικά με τα ρωσικά σχέδια περί εγκατάστασης συγκεκριμένων ατόμων ως μέρος κυβέρνησης – μαριονέτας στο Κίεβο – και την αποκάλυψη από την Ουάσινγκτον σχεδίων της Μόσχας για τη λεγόμενη επιχείρηση «πλαστής σημαίας» (operation false flag) πριν κηρυχθεί πόλεμος (σ.σ. όπου στόχος είναι να ενοχοποιηθεί ο αντίπαλος και να δημιουργηθεί η βάση για αντίποινα).
Αμερικανοί και Βρετανοί κατάσκοποι πιστεύουν αμφότεροι ότι η δημοσιοποίηση αυτού του υλικού στέρησε από τη Μόσχα τη δυνατότητα να δικαιολογήσει την εισβολή στον ίδιο της το λαό και σε άλλες χώρες ως αμυντική κίνηση.
Ένας κατάσκοπος αφηγείται για εκείνες τις ημέρες πριν από την εισβολή ότι δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο – άκρως απόρρητο υλικό θα βρισκόταν στο γραφείο του τη μία ημέρα και θα παρουσιαζόταν στο ευρύ κοινό την επόμενη.
Δεν ήταν αρκετή να σταματήσει την εισβολή
Ωστόσο, η πρωτοφανής δημοσιοποίηση πληροφοριών δεν ήταν αρκετή για να σταματήσει την εισβολή. Αυτό μπορεί να μην ήταν ποτέ δυνατό, αλλά δυτικοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι «χάλασε» τα σχέδια της Ρωσίας, βασίζοντας την άποψή τους στο γεγονός ότι η αντίδραση σε όλη τη Δύση ήταν ταχύτατη και πιο ενιαία από ποτέ.
Οι ίδιοι ισχυρίζονται πως κατέστησαν πολύ πιο εύκολο σε κάποιες χώρες να ταχθούν υπέρ αυστηρών μέτρων και κυρώσεων σε σχέση με ενδεχόμενη συγκεχυμένη και αμφισβητούμενη εικόνα που ίσως θα υπήρχε σχετικά με το ποιος ήταν ο πραγματικός επιτιθέμενος.
Σε μεγάλο βαθμό, πολλές από τις πληροφορίες αποδείχτηκαν ακριβείς. Υπήρξε, όπως είχε προβλεφθεί, εισβολή πλήρους κλίμακας από πολλαπλές κατευθύνσεις με σκοπό την ανατροπή και την αντικατάσταση της κυβέρνησης Ζελένσκι.
Οι δυτικοί κατάσκοποι προέβλεψαν, επίσης, σωστά ότι η Μόσχα είχε ελλιπή στοιχεία σχετικά με την αντίσταση που θα συναντούσε. «Πίστευαν ειλικρινά ότι θα υπήρχαν σημαίες για να τους υποδεχτούν» λέει ένας αξιωματικός των δυτικών μυστικών υπηρεσιών.
Αλλά μια υπόθεση αποδείχθηκε λανθασμένη – ότι ο στρατός της Μόσχας θα επικρατούσε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Αντ’ αυτού, ο πόλεμος δεν θα εξελισσόταν όπως πολλοί περίμεναν.
Αυτό αποτελεί μια υπενθύμιση ότι οι πληροφορίες… έχουν τα όριά τους – κυρίως σε ό,τι αφορά στην πρόβλεψη ορισμένων αστάθμητων παραγόντων, όπως το ηθικό και η αντίσταση ενός λαού. Και παρ’ όλη την επιτυχία τους πριν από τον πόλεμο, οι δυτικοί κατάσκοποι παραδέχονται ότι οι μυστικές υπηρεσίες δεν μπορούν να πουν με βεβαιότητα τι θα συμβεί στη συνέχεια.