Ο Ρομάν Κρουγκλιάκοφ περιγράφει στην βρετανική εφημερίδα «Guardian» πώς κατάφερε να πείσει δεκάδες κατοίκους που έτρεμαν από το φόβο τους να εγκαταλείψουν την κατεστραμμένη από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς Μαριούπολη.
Ο ίδιος αφηγείται ότι ως διευθυντής του προγράμματος εκκένωσης της Μαριούπολης, επέστρεψε συνολικά τρεις φορές στη γενέτειρά του για να βοηθήσει στην απομάκρυνση πολιτών που αρνούνταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια ή τα καταφύγια όπου κρύβονταν.
Στα μέσα μέσα Μαρτίου, ο Ρομάν έπρεπε να απομακρύνει οικογένειες που δεν είχαν σήμα τηλεφώνου τουλάχιστον επί 15 ημέρες. Μπαίνοντας στη Μαριούπολη, όπως λέει, η γενέτειρά του, ήταν σαν μία κόλαση.
«Έβγαιναν από κατεστραμμένες πολυκατοικίες για να μαγειρέψουν στον δρόμο»
«Οι άνθρωποι έβγαιναν από κατεστραμμένες πολυώροφες πολυκατοικίες για να μαγειρέψουν φαγητό ανάβοντας φωτιές στο δρόμο. Οδηγούσα και υπήρχαν στους δρόμους θραύσματα από οβίδες, καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος και πτώματα».
Ο Κρουγκλιάλοφ έσπευσε να σώσει τις νονές των παιδιών του και τις οικογένειές τους. Η μία νονά σοκαρίστηκε όταν τον είδε αλλά γρήγορα μάζεψε λίγα ρούχα και τα στρίμωξε σε δύο τσάντες. «Ποτέ δεν πίστευε ότι κάποιος θα ρίσκαρε τη ζωή του για εκείνη», όπως της είπε.
Εντοπίζοντας την πολυκατοικία στην οποία διέμενε η άλλη νονά με το δύο μηνών μωρό της και τον σύζυγό της, ο Ρομάμ δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Ο σύζυγος του έλεγε συνεχώς ότι ήταν πολύ φοβισμένος για να φύγει από το διαμέρισμά τους. «Όπως κατάλαβα, οι άνθρωποι που είχαν περάσει τόσα πολλά, ήταν πολύ φοβισμένοι για να φύγουν από την πόλη τους».
Η οικογένεια προτίμησαν να παίξει «κορώνα ή γράμματα» με το νόμισμα να δείχνει ότι πρέπει να μείνει στην βομβαρδισμένη πόλη. «Τους είπα ότι έχω δύο λεπτά να σκεφτούν τι θα κάνουν γιατί δεν μπορούν να αφήνουν το αυτοκίνητο στο δρόμο καθώς θα μπορούσαν να τους κλέψουν τα λάστιχα. Τελικά ο ρωσικές σφαίρες τους τρύπησαν σχεδόν όλα τα λάστιχα. Η νονά και ο σύζυγός της αρνήθηκαν να φύγουν».
Πήγε στο καταφύγιο σχολείο που είχαν συγκεντρωθεί οικογένειες με παιδιά
Στη συνέχεια, ο Ρομάν πήγε στο καταφύγιο ενός σχολείου όπου είχαν συγκεντρωθεί οικογένειες με τα παιδιά τους. «Οι συγγενείς τους που ζούσαν έξω από τη Μαριούπολη μου ζήτησαν να τους σώσω», όπως λέει.
«Πήγα να πάρω τους ανθρώπους από τα υπόγεια αλλά δεν ήθελαν να φύγουν γιατί είχαν συνηθίσει να κάθονται εκεί. Φοβόντουσαν γι’ αυτό που τους περίμενε έξω από τους τσιμεντένιους τοίχους. Κάθε βράδυ άκουγαν βομβαρδισμούς. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω βία για να τους βγάλω έξω; Τους είπα ψέματα, ότι μπορούσα να σκεφτώ: «Σας περιμένει ζεστό φαγητό, ρεύμα για τα κινητά σας. Αυτά τους είπα, τους είπα ψέματα και δεν ντρέπομαι. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι που έβγαλα από τα καταφύγια, διατρέχουν πλέον μικρότερο κίνδυνο απ’ αυτούς που παραμένουν στην Μαριούπολη». Όπως εξηγεί ο Ρομάν, η στρατηγική πόλη-λιμάνι της Ουκρανίας είναι σχεδόν περικυκλωμένη από ρωσικές δυνάμεις.
«Βλέπεις πρόσωπα σε πλήρη απόγνωση»
«Όταν συναντάς τους Ουκρανούς που παραμένουν εγκλωβισμένοι στην Μαριούπολη, βλέπεις πρόσωπα σε πλήρη απόγνωση. Μου λένε ότι θα μείνουν στα υπόγεια περιμένοντας ότι θα μπορέσουν να εγκαταλείψουν την πόλη μέσω ασφαλών ανθρωπιστικών διαδρόμων .Εγώ καταλαβαίνω ότι αυτό δεν θα συμβεί. Ούτε τώρα , ούτε τις επόμενες ημέρες ή μήνες, δεν θα συμβεί ποτέ».
Ο Κρουγκλιάκοφ έχει οδηγήσει τους συγγενείς του στη Μελεκίνε, μια γειτονική παραθαλάσσια πόλη και είναι το πρώτο ασφαλές σημείο για τους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη Μαριούπολη.
«Από τα 25 άτομα που κατάφερα να απεγκλωβίσω από τα καταφύγια ή τα σπίτια τους, δεν υπήρχε κανείς που να ήθελε να βρει καταφύγιο στη Ρωσία – όλοι θέλουν να πάνε στη Ζαπορίζια, αλλά δεν μπορούν όλοι», λέει ο γενναίος Ουκρανός.