Η φρενίτιδα που έχει προκαλέσει η πιο πολυσυζητημένη συνάντηση μεταξύ δύο ηγετών στα παγκόσμια χρονικά δεν θα μπορούσε να μην τροφοδοτήσει τους δημοσκόπους.
Σε δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Maryland και του ερευνητικού κέντρου Νielsen Scarborough, οι Αμερικανοί δεν φαίνεται να ενστερνίζονται τόσο τα σχόλια του δικηγόρου του Τραμπ, Ρούντι Τζουλιάνι, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Κιμ Γιονγκ Ουν παρακαλούσε για την πραγματοποίηση της Συνόδου “γονατιστός”.
Η δημοσκόπηση αποκαλύπτει ότι ο βασικός παράγοντας που συνέβαλε στη βούληση της Βόρειας Κορέας να διαπραγματευτεί την αποπυρηνικοποίηση της Κορεατικής Χερσονήσου, ήταν η σκληρή γραμμή, οι πιέσεις και οι απειλές της διοίκησης Τραμπ, γνώμη που απηχεί στο 38% των ερωτηθέντων.
Επιπλέον, το 31% θεωρεί τις διεθνείς πιέσεις τον πιο καθοριστικό παράγοντα, όπως οι κυρώσεις από πλευράς Ηνωμένων Εθνών και η πίεση από την Κίνα, ενώ το 29% πιστεύει ότι η θετική εξέλιξη στις διαπραγματεύσεις οφείλεται στην διαπραγματευτική δύναμη της Βόρειας Κορέας έπειτα και από την επιτυχημένη ανάπτυξη και δοκιμή διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου (ICBM).
Όπως όμως σε όλα τα ζητήματα, έτσι και σε αυτό οι Αμερικανοί εμφανίζονται διαιρεμένοι. Ειδικότερα, ενώ το 61% των Ρεπουμπλικανών πιστεύουν ότι η σκληρή πολιτική του Τραμπ “κάθισε” στο τραπέζι τον Κιμ, μόλις το 16% των Δημοκρατικών ενστερνίζεται στην ίδια άποψη.
Το ίδιο ισχύει και για τον παράγοντα της επιτυχημένης πυραυλικής δοκιμής που αναλύθηκε παραπάνω, καθώς το 42% των Δημοκρατών τον αναγάγει σε καθοριστικής σημασίας, τη στιγμή που αυτό το κάνει μόλις το 13% των Ρεπουμπλικανών.
Αναφορικά με την έκβαση της Συνόδου, το αποτέλεσμα των ευρημάτων είναι αμφιλεγόμενο, μιας και από τη μία οι Αμερικανοί εμφανίζονται εξαιρετικά αισιόδοξοι, από την άλλη όμως οι προσδοκίες τους είναι μετριασμένες.
Παρά την ομολογουμένη αισιοδοξία, η αντίληψη της κοινής γνώμης για τον κίνδυνο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών δεν έχει αλλάξει, παρά την διπλωματική πρόοδο που θα καταγραφεί από την ιστορία.
Η δημοσκόπηση διενεργήθηκε το διάστημα μεταξύ 1-5 Ιουνίου σε δείγμα 1.215 ενηλίκων Αμερικανών.