Μήνυμα πως ΕΕ και Τουρκία πρέπει να ακολουθήσουν τον δρόμο της συναίνεσης, της αυτοσυγκράτησης και της προσήλωσης στο αμοιβαίο συμφέρον, αποφεύγοντας κινήσεις που μπορεί να υπομονεύσουν τη συνεργασία τους, στέλνει ο Δημήτρης Αβραμόπουλος με άρθρο του που δημοσιεύει η τουρκική εφημερίδα Hurriyet.
Ο Επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας κάνει μια ιστορική αναδρομή στις σχέσεις των δύο πλευρών επισημαίνοντας πως Ευρώπη και Τουρκία μοιράζονται πολλούς αιώνες κοινής ιστορίας, ειρήνης αλλά και συγκρούσεων, έχοντας επιβιώσει μαζί, μέσα από αυτοκρατορίες και παγκοσμίους πολέμους.
«Σήμερα, οι τύχες μας παραμένουν συνυφασμένες, σε ένα περιβάλλον αστάθειας που έχει διαμορφωθεί στην κοινή μας γειτονιά, εξαιτίας αφενός των προσφυγικών ροών και αφετέρου της τρομοκρατικής βίας και του θρησκευτικού φανατισμού», τονίζει ο κ. Αβραμόπουλος προσθέτοντας πως η τρομοκρατία δεν γνωρίζει σύνορα.
Αναφερόμενος στα τρομοκρατικά χτυπήματα σε Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Παρίσι, Βρυξέλλες και Βερολίνο ο Έλληνας Επίτροπος τονίζει πως οι πόλεις και οι περιοχές μας έχουν βιώσει την ίδια φρίκη από παρόμοιες τραγικές επιθέσεις και πως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Τουρκία έχουν σταθεί η μια στο πλευρό της άλλης στη μάχη κατά της τρομοκρατίας, την οποία και οι δυο καταδικάζουν απερίφραστα.
Ο κ. Αβραμόπουλος αναφέρεται και στην αλληλεγγύη και τη φιλοξενία που έχουν δείξει οι πολίτες της ΕΕ και της Τουρκίας υποδεχόμενοι εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν διαφύγει από συγκρούσεις σε γειτονικές περιοχές και έχουν ανάγκη προστασίας μια αλληλεγγύη την οποία και χαρακτηρίζει ως αξιοθαύμαστη ενώ ξεκαθαρίζει πως η ΕΕ παραμένει πλήρως προσηλωμένη και εργάζεται για την εξεύρεση πολιτικής λύσης ώστε να επανέλθει η σταθερότητα στη Συρία. Όσον αφορά στη Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, ο κ. Αβραμόπουλος στο άρθρο του στέλνει το μήνυμα πως η ΕΕ δεσμεύεται στο ακέραιο για τη διασφάλιση της συνέχισης και της πλήρους εφαρμογή της , κάτι που, όπως λέει, αποτελεί μια συμφωνία αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αποτελεσμάτων προς όφελος και των δυο πλευρών. Μάλιστα τονίζει πως η Επιτροπή συνεχίζει να παρέχει υποστήριξη και τεχνογνωσία προς τις τουρκικές αρχές ώστε να επιταχυνθούν οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για την επίτευξη των υπολειπόμενων κριτήριων που καθορίζονται από τον χάρτη πορείας για την απελευθέρωση των θεωρήσεων.
Σύμφωνα με τον Επίτροπο πρωταρχικό καθήκον της ΕΕ και της Τουρκίας είναι να δοθούν απαντήσεις στις ανησυχίες των πολιτών και να διασφαλισθεί η προστασία και την ελευθερία τους. «Αυτό όμως μπορούμε να το επιτύχουμε, στην πράξη και αποτελεσματικά, μόνο από κοινού, στο πλαίσιο του διαρκούς, ανοικτού και απευθείας διαλόγου, που έχουμε ιστορικά εγκαθιδρύσει, μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας. Σε περιόδους προκλήσεων και δυσκολιών, η Τουρκία και η ΕΕ πρέπει να θυμούνται το ισχυρό και κοινό παρελθόν τους, και να προσβλέπουν στο κοινό τους μέλλον. Οι πολίτες μας προσδοκούν διαρκή σταθερότητα και ευημερία, στη βάση των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των κανόνων των δημοκρατικών μας κοινωνιών», τονίζει και προσθέτει πως «η σταθερότητα, η ευημερία, το κράτος δικαίου, οι ελευθερίες, που αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους των σύγχρονων δημοκρατιών μας, εξασφαλίζονται μέσα από συμμαχίες και συνεργασίες μεταξύ κρατών, μεταξύ λαών».
Σύμφωνα με τον κ. Αβραμόπουλο, η Τουρκία και η ΕΕ πρέπει να συνεχίσουν να βλέπουν τη μεγαλύτερη εικόνα. «Η Τουρκία και η ΕΕ είναι ιστορικοί εταίροι, που έχουν αντιμετωπίσει μαζί γεωπολιτικές προκλήσεις κατά το παρελθόν, και θα συνεχίσουν να κάνουν το ίδιο και στο μέλλον. Η Τουρκία χρειάζεται την ΕΕ και η ΕΕ χρειάζεται την Τουρκία για την αποτελεσματικότερη διαχείριση του μεταναστευτικού, την κοινή μάχη κατά της τρομοκρατίας, την ειρήνη και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή. Σε αβέβαιους καιρούς όπως οι τωρινοί, ΕΕ και Τουρκία πρέπει να αποφύγουμε ό,τι μπορεί να υπονομεύσει τη συνεργασία μας, και να ακολουθήσουμε το δρόμο της σύνεσης, της αυτοσυγκράτησης και της προσήλωσης στο αμοιβαίο συμφέρον. Η όποια οπισθοδρόμηση στις σχέσεις θα αποβεί μακροπρόθεσμα επιζήμια για όλους. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η συνεργασία μας είναι επωφελής και για τις δυο πλευρές» καταλήγει στο άρθρο του ο Έλληνας Επίτροπος.