Μία ημέρα πριν από τη Σύνοδο Κορυφής στη Μπρατισλάβα, ελάχιστα είναι τα περιθώρια αισιοδοξίας για μία συγκροτημένη απάντηση των 27 στο Brexit. Μεγαλύτερη σύγκλιση αναμένεται στην πολιτική ασφάλειας και άμυνας.
Η ατζέντα είναι υπερπλήρης: οικονομία, ψηφιακή ενιαία αγορά, προσφυγικό, πολιτική ασφάλειας και άμυνας, τρομοκρατία, θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Μετά από μαραθώνιο διαβουλεύσεων, στον οποίο η Γερμανία έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, οι ενδιαφερόμενοι αρχίζουν να κατεβάζουν τον πήχυ. Προφανώς είναι νωρίς για ουσιαστικές συγκλίσεις, εκτιμά ο ευρωβουλευτής της Ν.Δ. Γιώργος Κύρτσος. «Νομίζω ότι η σύνοδος στη Μπρατισλάβα θα δείξει κάτι ανησυχητικό, που είναι η έλλειψη κοινής στρατηγικής για τη μετά Brexit εποχή. Βέβαια όλοι θα προσέξουν να πουν καλά λόγια, ότι ‘είμαστε ενωμένοι, θέλουμε να πάμε προς τα εδώ, προς τα εκείʼ. Αλλά αν αναλύσουμε τα ζητήματα θα δούμε ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές. Έχουμε κοινή στρατηγική; Κατά την άποψή μου, όχι» λέει ο έλληνας ευρωβουλευτής στην Deutsche Welle.
Η μεγαλύτερη σύγκλιση καταγράφεται στην πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Όχι μόνο γιατί με το Brexit εκλείπουν οι βρετανικές αντιρρήσεις. Αλλά κυρίως γιατί, όπως επισημαίνει ο Μίλτος Κύρκος, ευρωβουλευτής με «Το Ποτάμι», οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης ενθαρρύνουν τις σχετικές πρωτοβουλίες της Κομισιόν. «Θα έλεγα πως οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι αυτές που κινητοποιούν το ζήτημα αυτό. Είναι πρωταγωνιστές στο θέμα της κοινής άμυνας. Όπως κι εμείς θα (έπρεπε να) είμαστε, αν είχαμε καταλάβει τί ακριβώς σημαίνει η κοινή άμυνα. Είναι κάτι που θέλαμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια: ότι το Αιγαίο είναι ευρωπαϊκά σύνορα κι ένας μηχανισμός άμυνας που προστατεύει τη Λιθουανία δεν μπορεί να αφήνει έξω το Αιγαίο».
Η προθυμία υπάρχει, αλλά δεν συνοδεύεται από οικονομική στήριξη, προειδοποιεί από την πλευρά του ο ευρωβουλευτής της Ν.Δ. Γιώργος Κύρτσος. Υπενθυμίζει μάλιστα ότι το ΝΑΤΟ ζητεί από τα κράτη-μέλη του να διαθέτουν το 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, αλλά ελάχιστοι ανταποκρίνονται. «Πήγα κι εγώ σε μία κοινοβουλευτική σύνοδο στη Μπρατισλάβα, είχαμε αυτές τις συζητήσεις, αλλά πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός. Από τη μία λέμε ότι θα πάμε προς την αμυντική συνεργασία, από την άλλη έχουν καταρρεύσει οι αμυντικοί προϋπολογισμοί: οι περισσότεροι βρίσκονται γύρω στο 1% του ΑΕΠ. Λίγες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, είναι πάνω από το όριο, αλλά αν αναλύσουμε το 2% της Ελλάδας θα δούμε ότι είναι κυρίως μισθοί και συντάξεις».
Σύμφωνο σταθερότητας ή …ευελιξίας;
Οι φιλόδοξες διακηρύξεις για αμυντική συνεργασία, αλλά και κοινή πολιτική στους εξοπλισμούς, παραπέμπουν λοιπόν στην οικονομία. Πολλοί ζητούν να μην προσμετρώνται στο έλλειμμα και στο σύμφωνο σταθερότητας οι αμυντικές δαπάνες. Άλλοι θέλουν να εξαιρέσουν και τις δαπάνες για την παιδεία ή τις δημόσιες επενδύσεις. Πόση ευελιξία «αντέχει» η σταθερότητα και με πόση σταθερότητα τερματίζεται η ευελιξία; Αυτό το ερώτημα θα απασχολήσει τους «27» στη Μπρατισλάβα, και όχι μόνο. Η κεντρική ιδέα είναι ότι δεν αλλάζουμε τους κανόνες, αλλά αναζητούμε το μεγαλύτερο δυνατό περιθώριο ελιγμών στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων, τονίζει ο ευρωβουλευτής Μίλτος Κύρκος, και υπενθυμίζει ότι αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο Πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. «Δεν μπορεί να μιλάμε, λέει, για ένα σύμφωνο ευελιξίας. Μιλάμε για ένα σύμφωνο σταθερότητας, αλλά βρίσκουμε έξυπνους τρόπους, ώστε να δίνουμε τις απαντήσεις που χρειάζονται κάθε φορά. Αυτή είναι πιστεύω και η θέση της Γερμανίας, δεν θα δεχθεί ποτέ να καταργήσουμε το σύμφωνο σταθερότητας. Όμως, αναγνωρίζεται πως αυτή τη στιγμή, που η έλλειψη επενδύσεων είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, πρέπει να βρούμε τρόπους ώστε η οικονομία να επανακάμψει πιο γρήγορα» λέει ο Μίλτος Κύρκος στην Deutsche Welle.
Η Ελλάδα της κρίσης, ωστόσο, δεν διαθέτει επαρκείς πόρους για δημόσιες επενδύσεις. Ακόμη και αν εξαιρεθούν από το έλλειμμα, για παράδειγμα, οι δαπάνες για την παιδεία, δεν υπάρχουν πόροι για την παιδεία. Θεωρητικά θα μπορούσαν να προέλθουν από το επενδυτικό πακέτο Γιούνκερ, αλλά, όπως τονίζει ο Μίλτος Κύρκος, «το πακέτο Γιούνκερ είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση. Γιατί στον σχεδιασμό του είναι ότι, εφόσον ζητάει τις καλύτερες συνθήκες σταθερότητας και οικονομίας για να γίνουν οι επενδύσεις, φυσικά αυτές δεν θα πάνε ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ιταλία, όπου υπάρχει και πολιτική αστάθεια εκτός από την οικονομική κρίση. Άρα πρέπει να βρεθούν άλλα κίνητρα, τα οποία θα μπορούν να σπρώξουν επενδύσεις προς τον Νότο».
Πηγή: DW