Όλο και μεγαλύτερη φρίκη προκαλούν τα στοιχεία για το εμπόριο γυναικών από το Ισλαμικό Κράτος που βλέπουν διαρκώς το φως της δημοσιότητας. Τα τελευταία στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας κάνουν λόγο για περισσότερες από 3.000 γυναίκες και κορίτσια κουρδικής καταγωγής (της κοινότητας των Γιαζίντι), ακόμη και στην ηλικία των 12, τα οποία διαθέτει «προς πώληση» το Ισλαμικό Κράτος, μέσω των εφαρμογών Whatsapp και Telegram.
Λόγω της κωδικοποίησης των εφαρμογών οι εταιρίες παροχής δεν μπορούν να δουν τα μηνύματα των χρηστών, κάνοντας τον εντοπισμό λογαριασμών που συνδέονται με τον ΙΚ δυσκολότερο. Μέσα από τις εφαρμογές αποκτούν πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων με φωτογραφίες.
Οι φωτογραφίες των γυναικών, που έχουν τραβηχτεί με καλά ρούχα και μακιγιάζ, τις καθιστούν εύκολα αναγνωρίσιμες, σε περίπτωση που ξεφύγουν από τις περιοχές της κυριαρχίας του ΙΚ. Παραμένουν δηλαδή εγκλωβισμένες.
Όπως σημειώνουν “Τα Νέα”, οι περισσότερες γυναίκες έπεσαν θύματα απαγωγής το 2014, όταν μαχητές του ΙΚ επιτέθηκαν σε χωριά του βορείου Ιράκ.. Οι επιθέσεις ενάντια στην εθνοθρησκευτική ομάδα των Γιαζίντι σε Ιράκ και Συρία χαρακτηρίζονται ως πράξεις γενοκτονίας από ερευνητές των Ηνωμένων Εθνών.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η τοπική κυβέρνηση του ιρακινού Κουρδιστάν προσέφερε έως πρόσφατα αποζημιώσεις στις οικογένειες των γυναικών, που αναγκάζονται να πληρώσουν έως και 13.500 ευρώ σε λαθρεμπόρους για να τις σώσουν, ή στους ίδιους τους «ιδιοκτήτες» τους για να τις απελευθερώσουν. Τα διαθέσιμα κονδύλια όμως έχουν ελαχιστοποιηθεί και οι πρόθυμοι να βοηθήσουν με αντάλλαγμα χρήματα γίνονται όλο και λιγότεροι, επειδή πολλοί από όσους έχουν ως τώρα προσπαθήσει θανατώθηκαν από το ΙΚ.
Οργανώσεις υποστήριξης της κοινότητας των Γιαζίντι, όπως η Yazda στο Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηρίζουν ότι τα μέσα δικτύωσης παραμένουν αδρανή απέναντι στις εκκλήσεις για «κατέβασμα» σελίδων όπου πωλούνται γυναίκες. Την ίδια στιγμή το ΙΚ στρατολογεί εκατοντάδες νεαρούς Μουσουλμάνους, σύμφωνα με τον Αχμέντ Μπουρτζους, διευθυντή της Yazda.
Ο αντιπρόσωπος της Whatsaap Ματ Στάινφελντ ενθάρρυνε τους χρήστες να αναφέρουν τέτοιους λογαριασμούς, υποσχόμενος μηδαμινή ανοχή.