Τη στιγμή που η μια μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ξεσηκώνονται κατά της πολιτικής λιτότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρνει προς συζήτηση στην επόμενη σύνοδο κορυφής στις 18 και 19 Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες, ένα νέο σχέδιο ανάπτυξης με την ονομασία Σχέδιο Γιουνκέρ.
Το σχέδιο προβλέπει τη διάθεση 400 δισεκατομμυρίων ευρώ σε νέες επενδύσεις στα επόμενα τρία χρόνια, μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (Ε.Τ.Ε).
Προβλέπει επίσης: Απλοποίηση των πιστοληπτικών συνθηκών, μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο- την υλοποίηση των οποίων θα αναλάβουν οι εθνικές κυβερνήσεις-, καθώς και τόνωση της εσωτερικής ζήτησης μέσω της αύξησης των επενδύσεων.
Η πρόταση δεν μπορεί με ευκολία να χαρακτηριστεί καλή η κακή, από τη στιγμή που περιέχει αρκετά θετικά στοιχεία, αλλά γεννά και πολλά ερωτηματικά ως προς το πώς θα εφαρμοστεί.
Ποια είναι όμως τα καλά και τα κακά αυτής της πρότασης;
Τα καλά.
Από τη στιγμή που ξεκίνησε η μεγάλη ύφεση οι δημόσιες και οι ιδιωτικές επενδύσεις στην Ε.Ε., έπεσαν κατά 320 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το νέο σχέδιο Γιουνκέρ προσπαθεί να θέσει τις επενδύσεις στον πυρήνα μιας στρατηγικής, με σκοπό την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Οικονομίας.
Η στρατηγική προβλέπει την διοχέτευση πόρων του ιδιωτικού τομέα, σε πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να επιδράσουν θετικά, στην ανάπτυξη και την απασχόληση.
Με άλλα λόγια, οι εθνικές κυβερνήσεις έχοντας επίγνωση των περιορισμένων δυνατοτήτων των εθνικών προϋπολογισμών, καλούνται να αναπτύξουν μια νέα οικονομικοπολιτική στρατηγική, χρησιμοποιώντας ιδιωτικά αντί για δημόσια κεφάλαια.
Τα κακά.
Το σχέδιο αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα:
Πρώτον: Γιατί τα επενδυτικά σχέδια που πρόκειται να χρηματοδοτηθούν προτείνονται από τις εθνικές κυβερνήσεις και επιλέγονται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (Ε.Τ.Ε), από τη στιγμή που η χρηματοδότηση τους θα γίνεται αποκλειστικά από ιδιώτες;
Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν διαφωνίες ανάμεσα σε αυτό που οι εθνικές κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να υλοποιήσουν, και σε αυτό που ο ιδιωτικός τομέας θεωρεί επικερδές.
Δεύτερον: Από τη στιγμή που τα χρήματα προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα, πώς τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα μπορούν να εγγυηθούν ότι οι περισσότερες επενδύσεις, δεν θα χρηματοδοτηθούν στις χώρες στις οποίες αυτά θα είναι περισσότερο επικερδή; δηλ. σε χώρες με ανεπτυγμένη οικονομία; Αυτό θα έχει ως συνέπεια να μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ των ισχυρών οικονομικά κρατών, και των χωρών του νότου που πλήττονται περισσότερο από την ύφεση.
Συνολικά κρίνοντας, θα λέγαμε πως δεν θα πρέπει να περιμένουμε θεαματικά αποτελέσματα από το νέο σχέδιο, καθώς τα προτεινόμενα εργαλεία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, χρησιμοποιούνται ήδη χωρίς να αποδίδουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.