Η κακή ψυχική κατάσταση, η κούραση, το ανθρώπινο λάθος και η απόσπαση της προσοχής ευθύνονται για σχεδόν το 90% (εννέα στα δέκα) των σοβαρών τροχαίων ατυχημάτων, που συχνά αποβαίνουν και θανατηφόρα, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Στεναχώρια και θυμός σχεδόν δεκαπλασιάζουν τον κίνδυνο, η κόπωση τον τριπλασιάζει και η αφηρημάδα λόγω απόσπασης της προσοχής τον διπλασιάζει. Η μεγαλύτερη αύξηση κινδύνου -πάνω από 35 φορές- είναι όταν κανείς οδηγεί μεθυσμένος ή υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.
Η χρήση κινητού τηλεφώνου από τον οδηγό (είτε για να μιλήσει, είτε για να στείλει ή να διαβάσει κάποιο μήνυμα), το σκύψιμο του οδηγού για να πιάσει κάποιο αντικείμενο δίπλα του (π.χ. το κινητό του) και η χρησιμοποίηση του ραδιοφώνου, του αιρ-κοντίσιον ή της οθόνης αφής του αυτοκινήτου του αποτελούν συνήθεις αιτίες απόσπασης της προσοχής του, που μπορεί να αποβούν μοιραίες.
Όταν κανείς πληκτρολογεί ένα αριθμό στο κινητό την ώρα που οδηγεί, ο κίνδυνος ατυχήματος αυξάνει κατά 12 φορές, ενώ αν απλώς σκύβει για να πιάσει τη συσκευή του, κατά έξι φορές. Εξαπλάσιος είναι επίσης ο κίνδυνος αν ο οδηγός στέλνει γραπτά μηνύματα από το κινητό του ή «σερφάρει» στο διαδίκτυο. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτές οι τελευταίες συνήθειες έχουν τα τελευταία χρόνια αυξήσει σημαντικά τα τροχαία, καθώς οι άνθρωποι – ακόμη και όταν οδηγούν- θέλουν να είναι συνεχώς «συνδεδεμένοι» μέσω του κινητού τους.
Οι ερευνητές του Πολυτεχνείου της Βιρτζίνια (Virginia Tech), με επικεφαλής τον διευθυντή του Ινστιτούτου Μεταφορών Τομ Ντίνγκους, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), χρησιμοποίησαν κάμερες τοποθετημένες στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου για να παρακολουθούν τις συνήθειες των οδηγών και μετά έκαναν σύγκριση με τα στατιστικά στοιχεία για τα τροχαία. Οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι, σε πάνω από τις μισές διαδρομές με το αυτοκίνητό του, ένας οδηγός ασχολειται παράλληλα με κάτι άλλο, εκτός από το να οδηγεί, οπότε υπερδιπλασιάζεται ο κίνδυνος ατυχήματος.
Σημαντικός παράγων κινδύνου είναι η ταραγμένη συναισθηματική κατάσταση του οδηγού, αν είναι π.χ. θυμωμένος, λυπημένος, κλαίει, βρίσκεται σε υπερδιέγερση κ.α. Μια τέτοια ψυχική κατάσταση αυξάνει κατά 9,8 φορές τον κίνδυνο τροχαίου. Εξάλλου, η οδήγηση με ταχύτητα πάνω από το εκάστοτε όριο αυξάνει κατά 13 φορές τον κίνδυνο. Τα ανθρώπινα λάθη συχνά σχετίζονται με φρενάρισμα σε λάθος σημείο και σε λάθος χρόνο, καθώς επίσης με την έλλειψη εξοικείωσης με το αυτοκίνητο που οδηγεί ο οδηγός, καθώς και με την άγνοια των συνθηκών του δρόμου.
Από την άλλη, λάθη όπως το να «κολλάει» κανείς πίσω από άλλο αυτοκίνητο, να μασουλάει κάτι, να μιλάει με το παιδί του ή άλλον συνεπιβάτη στο πίσω κάθισμα, να ‘χορεύει’ στο ρυθμό της μουσικής που ακούει ή (για τις γυναίκες οδηγούς) να βάζει μέικ-απ, στην πράξη αυξάνουν πολύ λίγο τον κίνδυνο τροχαίου.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η νεότερη γενιά οδηγών, ιδίως οι νεότεροι σε ηλικία, είναι πιο επιρρεπείς σε άλλες δραστηριότητες, που τους κάνουν να μην κοιτάζουν πια τον δρόμο. Ο Ντίνγκους επεσήμανε ότι αν αυτή η τάση συνεχισθεί, χωρίς να ληφθούν μέτρα (που θα περιορίζουν την απόσπαση της προσοχής από κινητά τηλέφωνα κλπ), τότε η επόμενη και η μεθεπόμενη γενιά οδηγών θα κινδυνεύουν ακόμη περισσότερο να πέσουν θύματα τροχαίου. Πρωτίστως όμως, οι ίδιοι οι οδηγοί πρέπει να αντιληφθούν τον κίνδυνο και να αυτοπειθαρχηθούν, συνειδητοποιώντας ότι η οδήγηση απαιτεί συγκέντρωση.