Τα τριάντα λεπτά τρόμου στους δρόμους του Παρισιού φαίνεται πως θα γίνουν ο καταλύτης μιας ευρείας αλλαγής στη διεθνή πολιτική, με επιπτώσεις που θα μπορούσαν να διαρκέσουν για χρόνια, σύμφωνα με ανάλυση των Stephen Fidler και Julian E. Barnes για την Wall Street Journal. Όπως αναφέρουν, το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής της Δύσης τα τελευταία χρόνια επικεντρώνονταν σε αυτό που αντιλαμβάνονταν ως αυξανόμενη απειλή από τη Ρωσία. Η τρομοκρατία ήταν ένα πραγματικό μεν, αλλά περιορίσιμο πρόβλημα. Η νέα επιθετική στρατιωτική στάση της Μόσχας στην Ουκρανία –και πέραν της Ουκρανίας- αποτελούσε μια πιο σοβαρή απειλή.
Όμως, μετά τη σειρά των συντονισμένων επιθέσεων, το Ισλαμικό Κράτος έφερε και πάλι στο επίκεντρο της διεθνούς ατζέντας την απειλή της τρομοκρατίας. Και η Ρωσία παρουσιάστηκε άμεσα ως εταίρος –ένας εταίρος με σχέδιο για άμεση καταπολέμηση της απειλής. Η στρατηγική της Μόσχας για στήριξη του καθεστώτος του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσσαντ –προσωρινά τουλάχιστον- ως τον καλύτερο τρόπο για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους, δεν είναι μια στρατηγική που αρέσει στις ΗΠΑ και –μέχρι τώρα τουλάχιστον- στη Γαλλία. Όμως, η θέση αυτή μπορεί να αλλάξει.
Η θηριωδία της Παρασκευής αύξησε σημαντικά το γεωπολιτικό «στοίχημα» της Συρίας, όπου σχεδόν πέντε χρόνια πολέμου έχουν οδηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες να αναζητήσουν άσυλο στην Ευρώπη. Και θεωρείται βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ένταση των στρατιωτικών και διπλωματικών ενεργειών της Δύσης στην περιοχή. Ωστόσο, η διάθεση στις πρωτεύουσες της Δύσης, και ιδιαίτερα στην Ουάσινγκτον, για μια εκτεταμένη χερσαία επιχείρηση στη Συρία είναι περιορισμένη και «χρωματίζεται» από τις εμπειρίες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, έγιναν συγκρίσεις με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον. Όμως οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν έχουν την στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα η αντίδραση της Ουάσινγκτον να θεωρείται κρίσιμης σημασίας, όπως αναμεταδίδει το euro2day. Στη σύνοδο των G20 που πραγματοποιήθηκε χθες Κυριακή, ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεσμεύτηκε να διπλασιάσει την στρατιωτική εκστρατεία –της οποίας ηγούνται οι ΗΠΑ- κατά του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και τη διπλωματική προσπάθεια για εξεύρεση πολιτικής λύσης στον πόλεμο της Συρίας.
Αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου, όπως αναφέρει η Wall Street Journal, σημειώνουν μια αύξηση τελευταία της κινητικότητας, περιλαμβανομένων των αμερικανικών επιθέσεων κατά της ηγεσίας του Ισλαμικού Κράτους, την ένταση των αεροπορικών επιχειρήσεων και την ανάπτυξη ειδικών δυνάμεων στη Συρία, ως «πρόγευση» μιας πιο δυναμικής προσέγγισης. Οι αξιωματούχοι επιβεβαίωσαν επίσης ότι οι ΗΠΑ παρέδωσαν ένα δεύτερο φορτίο πυρομαχικών σε έναν νέο συνασπισμό αραβικών και κουρδικών δυνάμεων που μάχονται κατά του Ισλαμικού Κράτους. Οι ΗΠΑ αύξησαν επίσης την ανταλλαγή πληροφοριών με τη Γαλλία, προκειμένου να βοηθήσουν τη χώρα ώστε να πλήξει πιο αποτελεσματικά στόχους του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία.
Επιπλέον, ο Ομπάμα και ο ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν συμφώνησαν μετά από συνάντησή τους στην Τουρκία σε μια ευρεία διαδικασία για επίλυση του πολέμου της Συρίας, όπως ανέφεραν αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου, με μια αξιοσημείωτη αλλαγή τόνου σε ότι αφορά τις ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία.
Ωστόσο, οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου είπαν πως ο Ομπάμα δεν επιζητά μια «δραματική αλλαγή» στην αμερικανική στρατηγική. Εξακολουθεί να μην θέλειαμερικανική εμπλοκή με τρόπους που θεωρεί ότι δυνητικά μπορεί να εμπλέξουν τη χώρα σε έναν ακόμα πόλεμο στη Μέση Ανατολή –όπως για παράδειγμα με τη δημιουργία ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Συρία για την οποία πιέζουν ορισμένοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Τουρκία.
«Δεν πιστεύουμε πως οι αμερικανοί στρατιώτες είναι η απάντηση στο πρόβλημα», σχολίασε ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου σε θέματα εθνικής ασφάλειας, Μπεν Ρόουντς. «Ειλικρινά, είναι πιο βιώσιμο και αποτελεσματικό να έχουμε δυνάμεις της αντιπολίτευσης στο έδαφος της Συρίας και εταίρους στο Ιράκ που να είναι ικανοί να ανακαταλάβουν και να κρατήσουν αυτή την εδαφική περιοχή στις δικές τους κοινότητες».
Οι θάνατοι στο Παρίσι επιβεβαίωσαν την ικανότητα του Ισλαμικού Κράτους να πραγματοποιήσει επιθέσεις κατά μεγάλων δυνάμεων, από τη βάση του στη Συρία και στο Ιράκ. Οι επιθέσεις στο Παρίσι ήρθαν μετά τις πρόσφατες επιθέσεις σε Άγκυρα και Βηρυττό και την κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου –που έχουν όλες αποδοθεί στην τρομοκρατική αυτή ομάδα.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, Ρίτσαρντ Μπερ, δήλωσε στο CBS ότι ελπίζει πως ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ θα επικαλεστεί τη συνθήκη του ΝΑΤΟ για να υπάρξει ένας νέος αντιτρομοκρατικός συνασπισμός, όπως έκαναν οι ΗΠΑ μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
«Τότε ίσως θα δημιουργήσουμε έναν συνασπισμό που θα μπορεί να επιτεθεί κατά αυτού του τρομερού τρομοκρατικού στοιχείου πριν μπορέσει να πραγματοποιήσει άλλη συντονισμένη επίθεση», είπε χαρακτηριστικά. Σημείωσε, δε, πως θα χρειαστεί μεγαλύτερη συγκέντρωση πληροφοριών και μια μεγαλύτερη αμερικανική δύναμη ειδικών επιχειρήσεων στη Συρία.
Το Παρίσι ετοιμάζεται να τριπλασιάσει τον αριθμό των αεροσκαφών του στη Μέση Ανατολή, για επιχειρήσεις κατά των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους, μετά τον χαρακτηρισμό των επιθέσεων στο Παρίσι ως «πράξη πολέμου» από τον Ολάντ.
Γάλλοι αξιωματούχοι δήλωσαν πως το αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle, που μεταφέρει 24 αεροσκάφη, ήδη προγραμματίζεται να αποπλεύσει αυτήν την εβδομάδα –σε μια τυχαία χρονική στιγμή που όμως μπορεί να τους δώσει τη δυνατότητα να ενεργήσουν με βάση τις πληροφορίες που συλλέγουν τώρα. «Σίγουρα, καθώς συγκεντρώνουμε περισσότερες πληροφορίες, θα μπορούμε να πραγματοποιούμε περισσότερες επιθέσεις», σημείωσε Γάλλος αξιωματούχος.
Εντός της Ευρώπης, είναι πιθανό να υπάρξουν περαιτέρω διχογνωμίες αναφορικά με τη προσφυγική κρίση, αλλά και επαναφορά των συστηματικών ελέγχων στα σύνορα ορισμένων χωρών, κάτι που ορισμένοι θεωρούσαν ότι ανήκε στο παρελθόν.
Είναι πιθανό επίσης οι κυβερνήσεις να πρέπει να λάβουν ορισμένες σκληρές αποφάσεις ως προς το κατά πόσο θα μπορέσουν να αγνοήσουν την προσοχή που δείχνει παραδοσιακά η Ευρώπη στα ανθρώπινα δικαιώματα, και ως προς το αν πρέπει να απαντήσουν με περισσότερη ηλεκτρονική παρακολούθηση και άλλες τακτικές, την ώρα που δίνεται τόση έμφαση στο δικαίωμα στην ιδιωτικότητα.
«Θα είναι πολύ δύσκολο για τις κυβερνήσεις της Δύσης να καταπολεμήσουν αυτού του είδους την τρομοκρατία και να σεβαστούν τις πολιτικές προτιμήσεις μας και να διατηρήσουν το αφήγημά μας για τις αξίες», σχολίασε ο πρώην πρέσβης της ΕΕ στη Μέση Ανατολή, Μαρκ Πιερίνι.
Ένα σημείο στο οποίο είναι πιθανό να υπάρξει ένας άβολος συμβιβασμός είναι η Ρωσία, οι σχέσεις με την οποία είναι τεταμένες λόγω της Ουκρανίας. Στη σύνοδο των G20 στην Τουρκία, ο Πούτιν απηύθυνε έκκληση στη Δύση να συμμετέχει σε έναν κοινό αγώνα κατά της διεθνούς τρομοκρατίας.
Η Μόσχα φαίνεται να ελπίζει πως θα υπάρξει συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας η συνεργασία για το θέμα της Συρίας θα οδηγήσει σε χαλάρωση των κυρώσεων που έχει επιβάλει η Δύση λόγω της Ουκρανίας. Μέχρι τώρα, οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι αποφεύγουν να κάνουν μια τέτοια σύνδεση.
«Η Ρωσία πολεμά αυτούς στη Συρία που ανατίναξαν το Παρίσι και που έχουν κηρύξει πόλεμο εναντίον της Ευρώπης. Ήρθε η ώρα η Δύση να σταματήσει να επικρίνει τη Μόσχα και να δημιουργήσει έναν κοινό συνασπισμό», δήλωσε ο Αλεξέι Πουσκοφ, επικεφαλής της επιτροπής διεθνών σχέσεων της Δούμα.
Όμως, ο όποιος de facto συνασπισμός με τη Μόσχα πιθανότατα θα ενίσχυε το καθεστώς του Άσσαντ, κάτι που ορισμένοι ειδικοί προειδοποιούν ότι θα μπορούσε να «γυρίσει μπούμερανγκ» καθώς θα «έσπρωχνε στη γωνία» τους Σουνίτες Μουσουλμάνους που είναι εναντίον του. Ο Άσσαντ ανήκει στην μειοψηφία των Αλαουϊτών, η οποία συνδέεται με τους Σιίτες.
«Όσο πιο πολύ στηρίζεις τον Άσσαντ, τόσο πιο πολύ νευριάζεις τους Σουνίτες, και τους δίνεις μόνο μια επιλογή –να στηρίξουν το Daesh (Ισλαμικό Κράτος)», προειδοποίησε ο Φρανσουά Χάισμπουργκ, κορυφαίος αναλυτής σε ζητήματα ασφάλειας.