Ως «αντεπανάσταση» χαρακτηρίζει τα γεγονότα του 1989 η 88χρονη σήμερα Μάργκοτ Χόνεκερ και τα θεωρεί «συνέπεια της «θανατηφόρας κούρσας των εξοπλισμών» στην οποία παρέσυραν οι ΗΠΑ τη Σοβιετική Ενωση με τελικό αποτέλεσμα «οι επονομαζόμενοι μεταρρυθμιστές» της, να εγκαταλείψουν όλες τις «σοβιετικές κατακτήσεις».
Στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ και στον Αντώνη Πολυχρονάκη παραδέχεται για πρώτη φορά λάθη της ίδιας τη Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ): «Δεν κάναμε πάντα σωστά τη δουλειά μας, εν μέρει εξαιτίας της ανεπάρκειάς μας». Δεν θεωρεί τις διαδηλώσεις του 1989 στη Λειψία και άλλες πόλεις «εξέγερση», αφού «οι περισσότεροι ήθελαν μια καλύτερη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), δεν διαδήλωναν για την κατάργησής της».
Όπως λέει όμως, «η Ομοσπονδιακή Δημοκρατική της Γερμανίας (ΟΔΓ) κατάφερε να χειραγωγήσει του δυσαρεστημένους» για να επιτύχει την επί σαράντα χρόνια επιδιωχθείσα εξαφάνιση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ).
«Το φυτίλι ήταν η αυξανόμενη φυγή πολιτών της», η οποία «τροφοδοτήθηκε από τη Δύση», εξηγεί η κ. Χόνεκερ, προσθέτοντας αυτοκριτικά «δεν τα καταφέραμε να θέσουμε εγκαίρως σε ισχύ τις σχεδιαζόμενες διευκολύνσεις ταξιδιών». Ταυτόχρονα, όμως, θέτει και το ερώτημα γιατί υπάρχει από το 1990 εσωτερική μετανάστευση τριών εκατομμυρίων ανατολικογερμανών στη δυτική Γερμανία.
Ούτε και όρο «ειρηνική επανάσταση» δέχεται για τα γεγονότα του 1989, αφού η «επανάσταση είναι μια βαθιά κοινωνική ρήξη η οποία αποσκοπεί σε μια ριζοσπαστική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, στην απελευθέρωση των λαϊκών μαζών από την εκμετάλλευση και την καταπίεση», ενώ «αν, όπως συνέβη, υπάρξει πισωγύρισμα σε ξεπερασμένες κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, δεν μπορεί να μιλά κανείς για επανάσταση», όπως λέει.
Επικρίνει δε τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, επειδή εξαιτίας του χάθηκαν οι κατακτήσεις των σοσιαλιστικών χωρών, ενώ ο κόσμος άλλαξε προς το χειρότερο με την εξαφάνιση της ΕΣΣΔ, αφού «αιματηροί πόλεμοι, βία και τρόμος είναι στην ημερήσια διάταξη». Γι΄ αυτό «η ετυμηγορία της ιστορίας για τις πράξεις του δεν θα είναι θετική» προβλέπει η κ. Χόνεκερ.
Θεωρεί την ανέγερση του τείχους αναγκαία, αφού «τα σύνορα διέρχονταν από τη μέση του Βερολίνου» και αποτελούσαν «ένα μόνιμο πεδίο επικίνδυνων αντιπαραθέσεων». Το «Σύμφωνο της Βαρσοβίας» αποφάσισε το 1961 να τα κλείσει «αφού η στρατιωτική αντιπαράθεση δεν μπορούσε να αποκλεισθεί». Συνεπώς, δεν «μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την αποφυγή ενός ενδεχόμενου Γ΄ παγκόσμιου πολέμου ως λάθος». Υπογραμμίζει δε ότι έτσι έγινε δυνατή η συμφωνία του Ελσίνκι, ενώ αντίθετα αυτό το «σύστημα συλλογικής ασφάλειας» καταστράφηκε «με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την προώθηση της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς».
Χαρακτηρίζει λυπηρό τον θάνατο πολιτών στο τείχος όχι μόνο για τις οικογένειές τους, αλλά και για «τους πολιτικά υπεύθυνους», οι οποίοι «δεν λυπήθηκαν λιγότερο», επικρίνει όμως την καταδίκη «από τη δικαιοσύνη της ΟΔΓ, η οποία ουδέποτε απέλυσε από τις τάξεις της τους φασίστες» των συνοριοφυλάκων, αλλά και ηγετικών στελεχών του κόμματος τα οποία «υπέφεραν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, επειδή πολέμησαν το φασισμό», αφού ενήργησαν σύμφωνα με το νόμο.
Η κ. Χόνεκερ απαριθμεί μεν τα θετικά που υπήρχαν στη ΛΔΓ, δεν διστάζει εντούτοις να πεί ότι «η ΛΔΓ δεν ήταν κανένας παράδεισος» ότι «υπήρχαν ελλείψεις», ενώ κάποτε λαμβάνονταν και αποφάσεις χωρίς τη συμμετοχή των πολιτών. Πάντως «εν συγκρίσει με τις περισσότερες σημερινές καπιταλιστικές χώρες επικρατούσαν σχεδόν παραδεισένιες συνθήκες» διαπιστώνει. «Πολλά θα έπρεπε να τα είχαμε κάνει καλύτερα» προσθέτει, αλλά αμφιβάλλει για αν θα μπορούσε να σωθεί η ΛΔΓ «δεδομένων των τότε συσχετισμών».
Χαρακτηρίζει τη «Στάζι», τη μυστική αστυνομία ως «μια νόμιμη υπηρεσία», η οποία «υπάρχει σε όλες τις χώρες του κόσμου» και «στο βαθμό που η Λαοκρατική Γερμανία έπρεπε να αποκρούσει τις επιθέσεις εχθρικών δυνάμεων, ήταν μια αναγκαιότητα». Κατά τη γνώμη της το θέμα «διογκώθηκε, οι εργαζόμενοι δαιμονοποιήθηκαν, γράφτηκαν βιβλία και γυρίστηκαν ταινίες για να διαδώσουν τον φόβο και τον τρόμο τον οποίο υποτίθεται πως προκαλούσε».
Η κ. Χόνεκερ δεν εκπλήσσεται που δεν την κατηγορούν για το υποδειγματικό εκπαιδευτικό σύστημα της Λαοκρατικής Γερμανίας, αλλά για τη «στρατιωτικοποίηση» των σχολείων, λόγω ενός μαθήματος άμυνας στο Λύκειο. Παραδέχεται, όμως, ότι « ίσως να μην ήταν η καλύτερη ιδέα μας».
Παραμένει κομμουνίστρια, και θεωρεί ότι «είναι πιο αναγκαίο από ποτέ σήμερα να αγωνισθεί κανείς για έναν ανθρώπινο, δίκαιο, ειρηνικό κόσμο», διότι «αν η ανθρωπότητα θέλει να έχει ένα μέλλον πρέπει να σπάσει η ισχύς των τραπεζών και των πολυεθνικών», αφού «οικειοθελώς δεν θα παραδώσουν την εξουσία τους». Και προσθέτει ότι ο σοσιαλισμός παραμένει η μοναδική εναλλακτική «αν η ανθρωπότητα δεν θέλει να κυλήσει στη βαρβαρότητα».
Τη σημερινή Ευρώπη τη χαρακτηρίζει ως «έργο του μονοπωλιακού κεφαλαίου, μια ιμπεριαλιστική κατασκευή» και υπογραμμίζει ότι «οι ισχυρές χώρες ωθούν τις αδύναμες στον γκρεμό». Ειδικά δε για τους Ελληνες λέει πως «τους συμβούλευσαν να κάνουν ιδιωτικοποιήσεις κατά το πρότυπο της Λαοκρατικής Γερμανίας», κάτι που όμως εκεί «προκάλεσε μεγάλο κακό».
Εκφράζει την ανησυχία της διότι «η δικτατορία των μονοπωλίων μεγαλώνει και ο γερμανικός ιμπεριαλισμός αναβαθμίζεται σε ηγεμόνα της ηπείρου» και υπενθυμίζει ότι «δύο φορές προσπάθησε να επιτύχει αυτό το στόχο με τα όπλα και απέτυχε το 1918 και το 1945», αλλά «ποτέ δεν παραιτήθηκε».
Η κ. Χόνεκερ παρακολούθησε μεν «την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ με συμπάθεια», αλλά θεωρεί ότι «πρέπει να είμαστε ρεαλιστές», αφού δεν υπάρχει ακόμα «απέναντι στην διεθνή των ισχυρών καμιά ισχυρή δύναμη των καταληστευμένων και των καταπιεσμένων». «Στην Ελλάδα η αυτοκρατορία χτύπησε με σκληρότητα» λέει και στέλνει μήνυμα «αλληλεγγύης, συμπάθειας και σεβασμού προς τους Έλληνες». Γνωρίζει ότι η Ελλάδα «επιβίωσε πολλών σκληρών δοκιμασιών», πιστεύει ότι «θα ξεπεράσει και αυτήν», αφού «οι Έλληνες ξέρουν να αγωνίζονται όπως έχουν αποδείξει στην ιστορία τους» και υπενθυμίζει ότι είναι μαζί τους «η αλληλεγγύη πολλών φίλων σε όλον τον κόσμο».
Πηγή: ΑΠΕ