Η Μόσχα συνεχίζει να «επενδύει» στις συγκρούσεις στη Συρία, ενισχύοντας τη θέση της στη χώρα. Νέες δορυφορικές και άλλες εικόνες έδειξαν αύξηση της παρουσίας των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στη Συρία, κάτι που υποδεικνύει ότι η Μόσχα ενδέχεται να προετοιμάζεται να παράσχει αεροπορική στήριξη σε συριακές δυνάμεις που εμπλέκονται σε ανοικτές συγκρούσεις με πολυάριθμες ομάδες ανταρτών, αλλά και με το Ισλαμικό Κράτος.
Η Ρωσία γνωρίζει πως είναι πιθανό να αποτύχει ο οποιοσδήποτε διακανονισμός για τη λήξη των συγκρούσεων στη Συρία, όμως αυτό δεν σημαίνει πως η Συρία δεν είναι χρήσιμη για τη Μόσχα, σύμφωνα με την ανάλυση της Stratfor, που μεταδίδει το αναλυτικό ρεπορτάζ του euro2day. Αυτή τη στιγμή, η Ρωσία επιχειρεί να εδραιωθεί ως «παίκτης» στο παγκόσμιο σκηνικό, χρησιμοποιώντας τη θέση της στη Συρία ως «μοχλό» στις διαπραγματεύσεις που θα πραγματοποιηθούν αυτή την εβδομάδα και αργότερα με άλλες δυνάμεις διαμεσολάβησης.
Πρώτο στη «λίστα» της Μόσχας είναι το Ισραήλ. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου μετέβη τη Δευτέρα στη Μόσχα, όπου πραγματοποίησε τρίωρη συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν οι δύο άνδρες υπήρξαν εντάσεις: ο Νετανιάχου υποστήριξε πως η Συρία και το Ιράν επιχειρούν να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο κατά του Ισραήλ στα Υψίπεδα του Γκολάν, δίνοντας όπλα στη Χεζμπολά, επιχειρηματολογία που το Ισραήλ προωθεί προκειμένου να δικαιολογήσει την ικανότητά του να πλήξει ατιμώρητο στόχους στη Συρία.
Η θέση του Πούτιν ήταν να αφήσει να εννοηθεί πως τα όπλα δεν προέρχονται από τη Συρία, η οποία δεν μπορεί να διαθέσει τα όπλα. Με άλλα λόγια, τα όπλα της Χεζμπολά δεν μπορεί να προέρχονται από τις ρωσικές προμήθειες που αποστέλλονται αποκλειστικά και μόνο για χρήση από τις δυνάμεις της κυβέρνησης της Συρίας.
Το Ισραήλ και η Ρωσία έχουν μια περίπλοκη και ρευστή σχέση. Μονίμως η μια χώρα εμπλέκεται στη γειτονιά της άλλης. Το Ισραήλ διαθέτει βαθιές στρατιωτικές σχέσεις με πολλά πρώην σοβιετικά κράτη και η Ρωσία από καιρό στηρίζει πολιτικά και στρατιωτικά τη Συρία και το Ιράν. Ωστόσο, οι δύο χώρες είναι γνωστό ότι ανταλλάσσουν «χάρες» όταν χρειαστεί. Τρεις ημέρες προτού η Ρωσία εξαπολύσει πόλεμο κατά της Γεωργίας το 2008, το Ισραήλ επισήμως «πάγωσε» όλες τις στρατιωτικές πωλήσεις προς τη Γεωργία. Την εβδομάδα μετά την ολοκλήρωση του πολέμου των πέντε ημερών, ο πρόεδρος της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ μετέβη στη Μόσχα και απέτυχε να εξασφαλίσει μια αναμενόμενη συμφωνία για οπλικά συστήματα με τη Ρωσία.
Το αξιοπρόσεκτο στην πρόσφατη επίσκεψη του Νετανιάχου στη Ρωσία είναι ότι συνοδευόταν από δύο κορυφαίους Ισραηλινούς στρατηγούς: τον επικεφαλής του γενικού επιτελείου αντιστράτηγο Γκάντι Αϊσενκοτ και τον επικεφαλής της υπηρεσίας Στρατιωτικών Πληροφοριών αντιστράτηγο Χερζλ Χαλεβί. Ο Αϊσενκοτ έχει το «χαρτοφυλάκιο» του στρατιωτικού συντονισμού των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ ο Χαλεβί επιβλέπει τις πληροφορίες σε θέματα όπως είναι η «διαρροή» όπλων από τη Συρία προς τη Χεζμπολά. Η παρουσία των στρατηγών είναι κάτι σπάνιο στις επισκέψεις αρχηγών κρατών και σηματοδοτεί ότι το Ισραήλ ίσως ψάχνει για μια συμφωνία σε ό,τι αφορά στον στρατιωτικό συντονισμό στη Συρία, καθώς και τις ρωσικές πληροφορίες (ή παρεμβάσεις) σε ό,τι αφορά στην αποστολή όπλων προς τη Χεζμπολά.
Η Μόσχα πιθανότατα θα ήθελε το Ισραήλ να δώσει κάτι ως αντάλλαγμα για την όποια συναίνεση. Οι ισραηλινές εταιρείες παροχής αμυντικών υπηρεσιών (defense contractors) «αλωνίζουν» σε όλη την Ουκρανία, εκπαιδεύοντας τις ουκρανικές δυνάμεις και δημιουργώντας μονάδες εθελοντών για τη μάχη κατά των φιλορώσων αυτονομιστών στα ανατολικά της χώρας. Ένα άλλο σημείο τριβής είναι το «πάγωμα» από το Ισραήλ των πωλήσεων drones και άλλου στρατιωτικού εξοπλισμού προς τη Ρωσία, λόγω της ουκρανικής κρίσης. Όπως και το 2008, η Ρωσία ενδέχεται να ενδιαφέρεται για μια συμφωνία με το Ισραήλ.
Η ενίσχυση της θέσης της Ρωσίας στη Συρία έχει περιπλέξει τα σχέδια μιας άλλης περιφερειακής δύναμης:της Τουρκίας. Σε αντίθεση με άλλους εταίρους του συνασπισμού, η Τουρκία ενδιαφέρεται για πολλά περισσότερα από την εκστρατεία κατά του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία. Η Τουρκία ελπίζει ότι στο τέλος θα «καλλιεργηθεί» μια Σουνιτική Συρία, ή τουλάχιστον μια ισχυρή τουρκική σφαίρα επιρροής στη Βόρεια Συρία. Η Άγκυρα είναι μεγάλος υποστηρικτής των ανταρτών, ενώ η Ρωσία στηρίζει τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις. Και η εκτεταμένη αεροπορική παρουσία της Ρωσίας περιπλέκει σοβαρά τα σχέδια της Τουρκίας για τη δημιουργία μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Συρία.
Ο Τούρκος Ππρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετέβη στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε με τον Ρώσο πρόεδρο. Οι εντάσεις μεταξύ της Άγκυρας και της Μόσχας είναι αυξημένες και δεν αφορούν μόνο στη Συρία. Τους τελευταίους μήνες η Ρωσία έχει αναθερμάνει τις σχέσεις της με το Αζερμπαϊτζάν, παραδοσιακό σύμμαχο της Τουρκίας στον Καύκασο. Υπάρχουν φήμες ότι το Μπακού και η Μόσχα συνεργάζονται ώστε να βρεθεί τρόπος για ανατροπή του status quo στην «παγωμένη» σύγκρουση του Αζερμπαϊτζάν με την Αρμενία για το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Η Άγκυρα είναι στρατιωτικός εγγυητής του Μπακού στην περίπτωση που υπάρξει αναθέρμανση της σύγκρουσης, όμως τώρα η Μόσχα προσπαθεί να μπει σε θέση ώστε να είναι η μοναδική εξωτερική δύναμη που θα εγγυάται την ασφάλεια στην περιοχή. Επιπλέον, οι ενεργειακές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας για το project του αγωγού Turkish Stream έχουν ανασταλεί, κυρίως διότι οι δύο πλευρές δεν μπορούν να συμφωνήσουν για τους μηχανισμούς και το χρονοδιάγραμμα των εκπτώσεων για το φυσικό αέριο.
Τέλος, η εμπλοκή της Ρωσίας στη Συρία έγινε σε τέτοιο χρόνο ώστε η Μόσχα να αποκτήσει προβάδισμα έναντι της βασικής «αντιπάλου» της: των ΗΠΑ. Οι σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας βρίσκονται σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι συζητήσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Μόσχας για θέματα όπως η Ουκρανία και οι κυρώσεις είναι διακοπτόμενες και πραγματοποιούνται σε μεσαίο-χαμηλό επίπεδο, εκτός από την επικοινωνία που έχουν ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ με τον Αμερικανό ομόλογό του Τζον Κέρι.
Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της Ρωσίας είναι να τοποθετηθεί στη Συρία με τρόπο ώστε οι ΗΠΑ να αναγκαστούν να ξαναξεκινήσουν τις τακτικές διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία.
Την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Άστον Κάρτερ και ο Ρώσος ομόλογός του Σεργκέι Σόιγκου, μετά από 50λεπτη συνομιλία, αποφάσισαν την επανέναρξη των αμυντικών διαπραγματεύσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται οι συζητήσεις για τη Συρία. Ήταν η πρώτη συνομιλία μεταξύ των δύο υπουργών μετά από περισσότερο από έναν χρόνο. Στο μεταξύ, το Σαββατοκύριακο, ο Κέρι συναίνεσε στις ηγούμενες από τη Ρωσία διαπραγματεύσεις στη Συρία, λέγοντας πως οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το πότε θα φύγει ο Αλ Άσαντ από την εξουσία, αρκεί να υπάρχει σχεδιασμένη διαδικασία μετάβασης.
Οι εξελίξεις αυτές είναι θετικές για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, όμως η Μόσχα χρειάζεται περισσότερα. Η Ρωσία ενδιαφέρεται να θέσει τις βάσεις για μια συμφωνία για το μέλλον της Ουκρανίας, αλλά και να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα στην οποία η Δύση θα άρει τις κυρώσεις. Η Ρωσία γνωρίζει πως αυτό δεν μπορεί να συμβεί αμέσως, όμως η Μόσχα θέλει όλες οι πλευρές να κινηθούν προς τους στόχους αυτούς μέσα στα επόμενα ένα ή δύο χρόνια.
Τις τελευταίες εβδομάδες, το Κρεμλίνο δεν έχει κρύψει την επιθυμία του να κάτσουν επιτέλους στο τραπέζι Πούτιν και Ομπάμα για να συζητήσουν όλα αυτά τα θέματα.
Οι δύο ηγέτες είχαν μια σύντομη συνομιλία στην Κίνα πέρυσι, όμως κανένας δεν έχει επισκεφθεί τον άλλον από τότε που ξανα-ανέλαβε την προεδρία της Ρωσίας ο Πούτιν. Η Ρωσία «βλέπει» μια ευκαιρία αυτή την Παρασκευή, καθώς ο Πούτιν θα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη για τη σύνοδο του Γενικού Συμβουλίου του ΟΗΕ.
Όμως οι ΗΠΑ δεν έχουν δώσει ένδειξη ότι ενδιαφέρονται να κλείσουν συμφωνίες με τη Ρωσία. Επιπλέον, η Ουάσινγκτον έχει αφήσει να εννοηθεί ότι ενδέχεται να διευρύνει την οικονομική στήριξη προς την Ουκρανία και να πιέσει τους Ευρωπαίους να διατηρήσουν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας το επόμενο έτος.
Η Μόσχα κατάφερε να φέρει την Ουάσινγκτον πιο κοντά στην έναρξη διαπραγματεύσεων, χρησιμοποιώντας ως «μοχλό» τη Συρία, όμως αυτό δεν σημαίνει πως οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να διαπραγματευτούν με τη Ρωσία σε ζητήματα που έχουν μεγαλύτερη σημασία για τη Μόσχα.