Ο Τούρκος Πρόεδρος προκήρυξε πρόωρες εκλογές για την 1η Νοεμβρίου, μετά την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Αυτός ήταν ο αρχικός στόχος του, εκτιμά η διευθύντρια της τουρκικής σύνταξης της DW Σεντά Σερντάρ.
Ο Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν έκανε αυτό που είχε υποσχεθεί. Δεν έδωσε στο αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) καμία ευκαιρία για να σχηματίσει κυβέρνηση. Με αυτή την κίνηση έγινε ο πρώτος πρόεδρος στην σύγχρονη τουρκική ιστορία που δεν έδωσε την ευκαιρία σχηματισμού κυβέρνησης στο δεύτερο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα. Το επιχείρημά του ρίχνει φως στο πώς τελικά ο ίδιος βλέπει τα πολιτικά πράγματα στην Τουρκία. Ο Ερντογάν δεν διείδε καμία άλλη εναλλακτική ως προς τον σχηματισμό κυβέρνησης, μετά την αποτυχία του κυβερνώντος μέχρι πρότινος Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Aυτό αφήνει να καταφανεί για άλλη μια φορά ότι ο Τούρκος Πρόεδρος, που σύμφωνα με το Σύνταγμα οφείλει να είναι υπερκομματικός, δεν είναι πρόθυμος να δεχτεί καμία κυβέρνηση χωρίς το AKP. H προσφυγή στις κάλπες την 1η Νοεμβρίου είναι αυτό που επιθυμεί διακαώς. Αυτό έγινε σαφές από τη στιγμή που δεν περίμενε καν να παρέλθουν οι προβλεπόμενες συνταγματικές προθεσμίες. Όλα αυτά φέρνουν στις μνήμες την εκλογική νίκη του ΑΚP το 2002.
Ωστόσο η σημερινή Τουρκία διαφέρει από την Τουρκία του 2002. Μέσα στο 2002 έξι τούρκοι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά του PKK. Από την άλλη, μόνο μέσα στην περασμένη εβδομάδα έχασαν τη ζωή τους εννέα άνθρωποι, χωρίς να προσμετρούνται όλοι εκείνοι που σκοτώθηκαν από τις αρχές του Ιουλίου. Το 2002 τα μάτια της διεθνούς κοινότητας ήταν στραμμένα στην Αλ Κάιντα και μόλις ελάχιστοι Τούρκοι έβλεπαν με συμπάθεια την αραβική τρομοκρατική οργάνωση. Σήμερα ο αυξανόμενος αριθμός Τούρκων και άλλων ξένων μαχητών που στρατολογούνται από το Ισλαμικό Κράτος προκαλεί έντονη ανησυχία.
Moλονότι το ΑΚΡ ελπίζει ότι το φιλοκουρδικό HDP θα απολέσει μεγάλο μέρος των ψήφων που απέσπασε στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση λόγω των αυξανόμενων τρομοκρατικών επιθέσεων του PKK, είναι εξίσου πιθανό ότι οι τούρκοι ψηφοφόροι θα θελήσουν να ρίξουν την ευθύνη στην τουρκική κυβέρνηση για το ότι δεν διασφάλισε την ειρήνη και την ασφάλεια, ίδίως σε περιοχές της ανατολικής Τουρκίας. Στο μεταξύ η πολιτική αστάθεια και οι τρομοκρατικές επιθέσεις όχι μόνο συνέτειναν στη δημιουργία ακόμη εντονότερης πολιτικής πόλωσης αλλά συγχρόνως επηρέασαν αρνητικά και την τουρκική οικονομία. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση το AKP δεν συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στην Εθνοσυνέλευση, ενώ το HDP ενδέχεται να γίνει το τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα εκτοπίζοντας το εθνικιστικό MHP στην τέταρτη θέση. Από την άλλη πλευρά άλλη δημοσκόπηση εμφανίζει μια εντελώς αντίθετη εικόνα, με το AKP να σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση και μάλιστα με αυξημένη πλειοψηφία. Ενδιαφέρον βέβαια προκαλεί το γεγονός ότι λίγο πριν την προσφυγή στις κάλπες το εκλογικό τοπίο περιγράφεται από τα τουρκικά ΜΜΕ και τις δημοσκοπήσεις με αντιφατικό τρόπο.
Συνταγματικοί ελιγμοί της τελευταίας στιγμής
Παράλληλα το AKP προσπαθεί να ισοσκελίσει τις χαμένες ψήφους που πηγαίνουν στo HDP με συνταγματικούς ελιγμούς. Πρόσφατα υψηλόβαθμο στέλεχος του ΑΚP δήλωσε ότι η τουρκική Εθνοσυνέλευση πρέπει να ενισχυθεί με νέους αντιπροσώπους που προέρχονται από το εξωτερικό. Στόχος μιας τέτοιας πρωτοβουλίας είναι να να ακουστεί η φωνή τους εντός του τουρκικού κοινοβουλίου. Σύμφωνα όμως με το τουρκικό Σύνταγμα, ακόμη κι αν το AKP επιθυμεί να ψηφίσει μια τέτοια μεταβολή στον αριθμό των βουλευτών, αυξάνοντάς τους κατά 15 αντιπροσώπους από ξένες περιφέρειες, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση. Αυτό επιβεβαιώνουν άλλωστε τούρκοι συνταγματολόγοι. Ωστόσο ο Ερντογάν αναμένεται να ζητήσει τη συνδρομή των Τούρκων του εξωτερικού, και ιδίως της Γερμανίας, δεδομένου ότι ένας μεγάλος αριθμός των απόδημων ψηφοφόρων προέρχεται από εκεί εκεί. Αντιστοίχως και ο ηγέτης του HDP Σελαχατίν Ντεμιρτάς σε πρόσφατη επίσκεψή του στην Στοκχόλμη έδειξε ότι θα προσπαθήσει να διασφαλίσει τις κουρδικές ψήφους του εξωτερικού. Έτσι δεν θα προκαλέσει έκπληξη αν ο προεκλογικός αγώνας αυτή τη μεταφορά μεταφερθεί και εκτός τουρκικών συνόρων. Σε τελική ανάλυση πρόκειται για ζήτημα πολιτικής επιβιώσης, ιδίως για τον Ερντογάν.
Πηγή: DW, Σεντά Σερντάρ