Τα 50 χρόνια από την ίδρυσή της γιορτάζει σήμερα η Σιγκαπούρη. Τις τελευταίες πέντε δεκαετίες η μικρή πόλη-κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας έγραψε μια αξιοσημείωτη και αξιοζήλευτη ιστορία επιτυχίας.
Σειρά εκδηλώσεων πραγματοποιούνται όλο το Σαββατοκύριακο στη Σιγκαπούρη η οποία γιορτάζει σήμερα Κυριακή την 50η επέτειο της ανεξαρτησίας της. Όπως σχολιάζει ο Ζίγκφριντ Χέρτσογκ, επικεφαλής του γραφείου του ιδρύματος Φρίντριχ Νάουμαν στη Σιγκαπούρη: «Πρόκειται για ένα σημαντικό γεγονός το οποίο γίνεται αντιληπτό στην ευρύτερη περιοχή. Παρότι είναι μια μικρή πόλη-κράτος, η Σιγκαπούρη θεωρείται πρότυπο, την οποία αντιμετωπίζουν πολλοί με ανάμεικτα συναισθήματα θαυμαστού αλλά και φθόνου».
Η αποτυχημένη σύνδεση με τη Μαλαισία
Ο θαυμασμός και ο φθόνος αφορούν στην ιστορία επιτυχίας της χώρας. Η Σιγκαπούρη ανεξαρτητοποιήθηκε το 1965. Δυο χρόνια πριν αποπειράθηκε να συνδεθεί με τη Μαλαισία. Εντούτοις, οι εντάσεις με το κοινοβούλιο στην Κουάλα Λουμπούρ καθώς και εθνοτικές αναταραχές οδήγησαν στις 9 Αυγούστου του 1965 στην έξοδο της Σιγκαπούρης από την συνομοσπονδία και στην διακήρυξη της ανεξαρτησίας της.
Το νεοϊδρυθέν κράτος βρισκόταν αντιμέτωπο με πολυάριθμες και σημαντικές προκλήσεις: υψηλή ανεργία, εθνοτικές εντάσεις, έλλειψη πρώτων υλών. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία η τότε κυβέρνηση έλαβε τις σωστές αποφάσεις, εκτιμά ο Ζίγκφριντ Χέρτσογκ: «(Αναρωτήθηκε) Ποιο ρόλο θα πρέπει να διαδραματίσουμε στην περιοχή. Τι μπορούμε να κάνουμε που δεν μπορούν οι άλλοι;».
Ο τότε πρωθυπουργός Λι Κουάν Γιου αποφάσισε λοιπόν να επενδύσει σε σταθερούς θεσμούς, ένα λειτουργικό κράτος δικαίου και στη δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Οι προκλήσεις του μέλλοντος
Σε διαφορετικό μήκος κύματος η ανάγνωση της ιστορίας από τον Γιάν Σάιφερτ, από το Ινστιτούτο Ασιατικών Σπουδών του Αμβούργου, όπως αναφέρει το αναλυτικό ρεπορτάζ της DW. Κατά την ανεξαρτητοποίησή της, όπως λέει, η Σιγκαπούρη ήταν ήδη μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Ασίας με ένα σημαντικό λιμάνι, υπήρχε ένα λειτουργικό βρετανικό δικαιικό σύστημα ενώ η γεωγραφική θέση της λειτουργούσε ως «αυτόματος πιλότος» για τις εμπορικές της δραστηριότητες. Όλα αυτά εκτίναξαν το κατά κεφαλήν εισόδημα από τα 500 δολάρια το 1965 στις 55.000 δολάρια το 2014, κατατάσσοντας τη χώρα σήμερα στα δέκα πιο ευημερούντα έθνη του κόσμου, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ.
Και μόνον λόγω της γεωγραφικής της θέσης η Σιγκαπούρη θα παραμείνει σημαντικό σταυροδρόμι του διεθνούς εμπορίου. Συνεπώς οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η πόλη-κράτος στο άμεσο μέλλον σχετίζονται λιγότερο με την οικονομία. Ανάμεσα στα σημαντικότερα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη, είναι το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, το οποίο πλήττει κυρίως τις μεγαλύτερες ηλικίες, το δημογραφικό αλλά και ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των ξένων εργαζομένων στη χώρα.
Η ιστορία της:
Η Σιγκαπούρη ήταν μέχρι το 1965 βρετανική αποικία και έκτοτε είναι μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών. Ο πληθυσμός της έχει πολυεθνική σύνθεση, καθώς περιλαμβάνει Κινέζους, Μαλαισιανούς, Ταμίλ και Ευρωπαίους. Έχει μια ισχυρή οικονομία και οι κάτοικοί της απολαμβάνουν ένα υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και βιοτικό επίπεδο.
Το Σύνταγμα της χώρας ορίζει το πολίτευμα ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην πράξη όμως ένα και μόνο κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα Δράσης, μονοπωλεί την εξουσία από τότε που η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της. Ο πληθυσμός της, με βάση την απογραφή του 2010, είναι 5.076.700 κάτοικοι.
Το όνομα «Σινγκαπόρα» σημαίνει «Πόλη των λιονταριών», από τις μαλαισιανές λέξεις «σίγκα» (λιοντάρι) και «πόρα» (πόλη). Δόθηκε τον 14ο αιώνα από ένα πρίγκιπα της Σουμάτρας, ο οποίος, φτάνοντας στο νησί μετά από μια καταιγίδα παρατήρησε ένα ζώο στην ακτή που έμοιαζε με λιοντάρι. Σήμερα θεωρείται ότι έκανε λάθος, καθώς πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι στη Σιγκαπούρη δεν έζησαν ποτέ λιοντάρια (ούτε καν ασιατικά λιοντάρια) και ότι το ζώο που είδε ο πρίγκιπας ήταν κατά πάσα πιθανότητα μαλαϊκή τίγρις.
Οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στη Σιγκαπούρη χρονολογούνται από το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Το νησί ήταν κτήση της αυτοκρατορίας της Σουμάτρα Srivijaya και αρχικά είχε το ιαβικό όνομα «Τέμασεκ» (θαλάσσια πόλη). Η Τέμασεκ (ή Τούμασεκ) γρήγορα έγινε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο, αλλά παρήκμασε στα τέλη του 14ου αιώνα. Μεταξύ του 16ου και του 19ου αιώνα η Σιγκαπούρη ήταν μέρος του Σουλτανάτου του Τζοχόρ. Κατά τη διάρκεια των πολέμων Μαλαισίας-Πορτογαλίας το 1613 πυρπολήθηκε από τα πορτογαλικά στρατεύματα. Στη συνέχεια οι Πορτογάλοι είχαν τον έλεγχο του νησιού και τον 17ο αιώνα οι Ολλανδοί, αλλά όλο αυτό το διάστημα το νησί ήταν σχεδόν ακατοίκητο.
Η σύγχρονη ιστορία της Σιγκαπούρης ουσιαστικά ξεκινά το 1819 όταν φτάνει στο νησί ο Τόμας Στάμφορντ Ραφλς, αξιωματούχος της Βρετανικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών. Αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες του μέρους ως στρατηγικό σημείο εμπορίου στη Νοτιοανατολική Ασία, ο Ραφλς υπέγραψε συνθήκη με το σουλτάνο Χουσεΐν Σαχ για να αναπτύξει στη Σιγκαπούρη ένα εμπορικό λιμάνι για λογαριασμό των Βρετανών. Το 1867 έγινε επίσημα βρετανική αποικία και μέχρι το 1869 ο πληθυσμός ήταν 100.000 κάτοικοι.
Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σιγκαπούρη ήταν η κυριότερη στρατιωτική βάση των Βρετανών στη Νοτιοανατολική Ασία. Ο Αυτοκρατορικός Ιαπωνικός στρατός εισέβαλε στη Μαλαισία και συνέχεια στη Σιγκαπούρη, καταλήγοντας στην επονομαζόμενη Μάχη της Σιγκαπούρης. Οι ελλιπώς προετοιμασμένοι Βρετανοί ηττήθηκαν σε έξι μέρες και παραδόθηκαν στο στρατηγό Γιαμασίτα (Tomoyuki Yamashita) στις 15 Φεβρουαρίου 1942, γεγονός που σήμερα χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη στρατιωτική ήττα στην ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι Γιαπωνέζοι μετονόμασαν τη Σιγκαπούρη «Σονάντο» που σημαίνει «νότιο νησί που αποκτήθηκε στην εποχή του Σόβα» και την κατείχαν μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1945, ένα μήνα μετά την παράδοση της Ιαπωνίας, οπότε και ξαναπέρασε στην κυριαρχία των Βρετανών.
Η Σιγκαπούρη απέκτησε αυτονομία μέσα στη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1959 με πρωθυπουργό τον Λι Κουάν Γιου. Ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία τον Αύγουστο του 1963 και το Σεπτέμβριο προσχώρησε στην Ομοσπονδία της Μαλαισίας. Η ένωση με τη Μαλαισία δεν ευδοκίμησε, καθώς οι σχέσεις της τοπικής κυβέρνησης του κόμματος PAP με την ομόσπονδη κυβέρνηση της Κουάλα Λουμπούρ ήταν κακές. Έτσι στις 9 Αυγούστου 1965 ανακηρύχθηκε επίσημα ανεξάρτητο κράτος. Ο Γιουσόφ μπιν Ισάκ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος και ο Λι Κουάν Γιου παρέμεινε πρωθυπουργός.
Ως ανεξάρτητο νέο κράτος αντιμετώπιζε πρόβλημα επάρκειας φυσικών πόρων, μεγάλη ανεργία, έλλειψη στέγασης και την απειλή διαφυλετικών εντάσεων. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Λι Κουάν Γιου ως πρωθυπουργού από το 1959 ως το 1990 η κυβέρνηση κατάφερε να πετύχει μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Επίσης δημιουργήθηκε ένα ανεξάρτητο εθνικό σύστημα άμυνας που βασίζεται στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για τους άντρες. Το 1990 ο Γκο Τσοκ Τονγκ διαδέχτηκε τον Λι ως πρωθυπουργός. Το 2004 ο Λι Σιεν Λουνγκ, που είναι ο μεγαλύτερος γιος του Λι Κουάν Γιου, έγινε ο τρίτος πρωθυπουργός της χώρας.