Τηλεφωνώ από το πρωί. Σε μαγικούς θερινούς προορισμούς, κατά προτίμηση all inclusive. Σε θέρετρα με πισίνες και νεροτσουλήθρες, με παιδικές χαρές και baby sitting, με ξαπλώστρες και «αχνιστές» πετσέτες θαλάσσης, με water sports και room service, με gourmet restaurants και BBQ parties.
Σε τέτοιο πήγαμε πριν λίγα χρόνια και περάσαμε θαύμα. Χαλάλι τα λεφτά, για τα οποία δούλευα σχεδόν ένα χρόνο, χαλάλι η μοναξιά _ αν δεν βρίσκαμε τυχαία κάποιους λατρεμένους φίλους αυτήν τη στιγμή θα μιλούσα άπταιστα ρωσικά_ , χαλάλι το παιδομάζωμα, _ τουλάχιστον για ένα μήνα μετά από εκείνες τις διακοπές δεν μπορούσα να ακούσω ούτε για πλάκα παιδική στριγκλιά_ , χαλάλι η βαρεμάρα, _ την τέταρτη μέρα ένιωθα σαν ρομπότ που επαναλαμβάνει με μαθηματική ακρίβεια τη διαδρομή: πισίνα-ξεκοίλιασμα-ύπνος-πισίνα-ξεκοίλιασμα-ύπνος.Στο εικοστό τηλεφώνημα νιώθω ηττημένη από τις αστρονομικές τιμές των ξενοδοχείων. Το ίδιο βράδυ ξεφυλλίζω το album των παιδικών μου χρόνων. Πρώτη σελίδα, «καλοκαίρι δεκαετίας εβδομήντα στο χωριό», γράφει η «λεζάντα». Εγώ, πιτσιρίκα με λευκό βαμβακερό βρακί, πασαλειμμένο μούτρο από παγωτό σοκολάτα, απόχρωση Ρομά στο δέρμα, τεράστιο, αληθινό, χαμόγελο στα χείλη. Δίπλα μου, η κολλητή των παιδικών μου αναμνήσεων, η Βασιλικούλα ‒ Κούλα εν ονόματι των θερινών διακοπών. Δεύτερη σελίδα, στο μποστάνι της γιαγιάς ‒με το ίδιο βαμβακερό βρακί‒ να μαζεύουμε ντομάτες. Στο ένα χέρι μια φέτα ψωμί με λάδι, ρίγανη και αλάτι, στο άλλο ένα δαγκωμένο ροδάκινο που στάζει καλοκαίρι πάνω στο γυμνό μου κορμί. Τρίτη σελίδα, η «παλιοπαρέα» του χωριού στη θάλασσα, σε λατρεμένη πόζα, με λάφυρα-αχινούς στα χέρια και ψάρια στα κουβαδάκια. Τέταρτη σελίδα, ξαπλωμένη σε αυτοσχέδια αιώρα, πάλι μ’ εκείνο το βαμβακερό βρακί, παρέα με την Κούλα να χαζεύουμε τα άστρα και να στοιχηματίζουμε πως «μέχρι εκεί πάνω θα φτάσουμε μια μέρα».
«Τι κοιτάς, μαμά; Όταν ήσουν μικρούλα;», μου λέει η κόρη μου διακόπτοντας ξεφύλλισμα και σκέψεις. «Να δω κι εγώ;» Να δεις. «Κοίτα, μαμά, εδώ γελάς. Και φοράς μόνο βρακί. Δεν είχες μαγιό, μαμά; Ούτε πισίνα είχες; Είσαι στη θάλασσα με τη φίλη σου. Η μαμά σου δεν φοβόταν μήπως πνιγείς; Εδώ, μαμά, έχεις πισίνα και ροζ μαγιό, αλλά δεν γελάς και δεν έχεις ψαράκια στο κουβαδάκι. Πού είναι η φίλη σου, μαμά; Γιατί είσαι μόνη; Δεν είχες φίλους τότε; Και δεν φοβόσουν, μαμά, τους αχινούς; Ούτε τον ήλιο που έκαιγε; Ούτε τις σφήκες μη σε τσιμπήσουν; Κοίτα πόσο όμορφη είσαι, μαμά, όταν γελάς. Έτσι γελάω κι εγώ όταν πηγαίνουμε στη Χερρόνησο, σ΄ αυτό το μικρό χωριό στη Σίφνο. Στη Χερρόνησο να πάμε, μαμά, γιατί εκεί θα είναι κι η Ελενίτσα κι ο Μπίλης κι ένα σωρό παιδιά! Κι εκεί δεν μας φοράς ρούχα, μαμά. Μας αφήνεις μόνο με το βρακί. Και μας κάνεις τηγανητές πατάτες δέκα φορές την ημέρα και ψωμί με λάδι, αλάτι και ρίγανη. Και μας αφήνεις να παίρνουμε τσίρο από την ταβέρνα του κυρ Νίκου κι «όσα παγωτά θέλετε» από την κυρά Κατίνα. Και η κυρία Φλώρα αφήνει στην αυλή μας αμπελοφάσουλα, η κυρία Ευαγγελία ξινομυζήθρα και η Έφη αυτά τα τέλεια βραχιολάκια που φτιάχνει μόνη της. Κι ο μπαμπάς μας επιτρέπει να κοιμόμαστε αργά. Και μας μιλάει για τ’ άστρα. Και μας λέει πως καμιά φορά πέφτουν κι ότι μπορούμε να τα πιάσουμε. Κι εγώ κάθομαι με την Ελενίτσα στη θάλασσα και περιμένουμε να πέσουν κάτω και να τα πιάσουμε. Κι ο Αντρέας κάνει βουτιές μέχρι αργά το βράδυ με τον Μπίλη από τον μώλο.