Αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι ο αυτόχειρας είναι βυθισμένος στις σκέψεις του. Όμως, κανείς δεν περιμένει τη συνέχεια. Ξαφνικά, ο άνδρας πέφτει στις γραμμές. Κανείς δεν προλαβαίνει να τον σταματήσει…
Ήταν 1η Οκτωβρίου, όταν ο λαικός τραγουδιστής, της δεκαετίας του ’80 Βασίλης Καλούσης έκανε ένα απονενοημένο σάλτο μορτάλε στις ράγες του τρένου. Στον θάνατο τον έστειλε το αρπακτικό χέρι της ανεργίας!
Η είδηση του θανάτου του, πάγωσε τόσο τους ελάχιστους συγγενείς του, που τον αναγνώρισαν με δυσκολία στο Νεκροτομείο Αθηνών, όπου μεταφέρθηκε, όσο και τους φίλους του. Η αναγνώριση του πτώματος έγινε με καθυστέρηση 10 ημερών, καθώς όλες αυτές τις μέρες βρισκόταν σε νοσοκομείο, όπου είχε μεταφερθεί ως “αγνώστου ταυτότητας”.
Ο Βασίλης Καλούσης, από το 1982 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 γνώρισε μεγάλες δόξες, τόσο στα νυχτερινά κέντρα της Εθνικής Οδού, δίπλα σε μεγάλα ονόματα, όσο και στην Αχαρνών.
Τα φώτα για τον σεμνό καλλιτέχνη, έπεσαν νωρίς. Η ανεργία του είχε χτυπήσει πολλά χρόνια τώρα την πόρτα. Ο ίδιος δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τη ζωή του χωρίς τραγούδι.
Ο δημοσιογράφος Ανδρέας Κουβελογιάννης, φίλος του από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, λίγο μετά την ταυτοποίηση του πτώματος, έγραψε τον λογαριασμό του, στο facebook:
«Τρομερό. Αυτοκτόνησε ο Βασίλης Καλούσης. Σήμερα αναγνώρισαν ένα κομματιασμένο πτώμα που μπόρεσαν να μαζέψουν από τις γραμμές του τρένου στον σταθμό του Αγίου Νικολάου προ δύο ημερών. ΚΑΙ δυστυχώς ήταν ένας φίλος, καλός τραγουδιστής που έδωσε τέλος στη ζωή του, προφανώς για λόγους κατανοητούς... Η ανεργία και το άγχος είναι σκληρές πραγματικότητες…».
Μιλώντας στην Espresso, ο δημοσιογράφος λέει: “Προσπαθούσα μέχρι τελευταία να του βρω δουλειά του Βασίλη. Τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν πριν από πέντε μήνες. Μου είχε πει ότι τον φιλοξενούσε ένας κουμπάρος του, ο οποίος όμως πέθανε από καρκίνο. Έτσι, ο Βασίλης έμεινε ξεκρέμαστος”.
Αλλά και ο Γιάννης Βασιλείου, ο οποίος είχε συνεργαστεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80, μιλά με μεγάλη συγκίνηση για τον παλιό φίλο και συνεργάτη του.
“Ήταν ένα από τα πιο καλά και ευγενικά παιδιά του χώρου. Θα σας έλεγα ότι πολλοί εκείνη την εποχή θέλαμε να του μοιάσουμε. Είχε πολύ καθαρή φωνή, που έμοιαζε μεταξύ Γαβαλά και Διονυσίου. Πανέμορφος άνδρας που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Μάλιστα, όταν δούλευα σε μαγαζιά, ο Βασίλης ερχόταν και του έδινα το μικρόφωνο και σήκωνε όλο το μαγαζί στον… αέρα”.