Υπό τον φόβο ότι θα χάσουν την εργασία τους και σε θέσεις που απαιτούν λιγότερα προσόντα από αυτά που διαθέτουν, εξαναγκάζονται να εργάζονται οι Έλληνες. Είναι ενδεικτικό ότι το 32% των εργαζομένων δηλώνει ότι είναι πιθανό να χάσει την εργασία του σε διάστημα ενός έτους, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι μόλις 13%. Την ίδια ώρα, ο ένας στους δύο εργαζόμενους θεωρεί ότι είναι υπερεπαρκής για τη θέση στην οποία απασχολείται, με τη χώρα μας να κατέχει το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. μετά τη Βρετανία και την Αυστρία.
Η αναντιστοιχία εκπαίδευσης – εργασίας φαίνεται πως έχει μεγαλύτερο «κόστος» για τους πτυχιούχους στην Ελλάδα: ο ένας στους πέντε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εργάζεται σε θέση κατώτερη των προσόντων του, κυρίως ως πωλητής ή σε εργασία γραμματειακής φύσεως, με συμβόλαια μερικής απασχόλησης και κατά μέσο όρο 30% χαμηλότερες αποδοχές. Στην Ε.Ε., το αντίστοιχο μισθολογικό «πέναλτι» για τους υπερεπαρκείς εργαζόμενους είναι 21%.
Ειδικότερα, το φαινόμενο της κακής αντιστοίχισης επαγγελματικών προσόντων, το οποίο έχει ενταθεί στα χρόνια της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, αποτελεί το αντικείμενο της πρώτης πανευρωπαϊκής έρευνας που πραγματοποίησε το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), με επιστημονικό υπεύθυνο τον εμπειρογνώμονα κ. Κωνσταντίνο Πουλιάκα.
Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 49.000 εργαζόμενοι, ηλικίας 24-65 ετών, από τις 28 χώρες-μέλη της Ε.Ε. Για την Ελλάδα, συλλέχθηκαν στοιχεία από 2.000 εργαζόμενους, ενώ η έρευνα έλαβε χώρα την άνοιξη του 2014. Τα πρώτα στοιχεία της έρευνας, τα οποία παρουσιάζει το άρθρο της Χαράς Καλημέρη στο σημερινό άρθρο της “Ημερησίας”, καταδεικνύουν τα εξής για την ελληνική αγορά εργασίας:
Το 47% των εργαζομένων δήλωσε ότι διαθέτει δεξιότητες, οι οποίες υπερβαίνουν αυτές που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της εργασίας τους. Υπερεπαρκείς είναι, κυρίως, οι άντρες, οι κάτοχοι πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και οι απασχολούμενοι στους κλάδους των υπηρεσιών και τον δημόσιο τομέα.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, μάλιστα, επέλεξαν την εργασία τους κυρίως με γνώμονα την ασφάλεια που αυτή τους προσφέρει ή επειδή η θέση ήταν κοντά στον τόπο κατοικίας τους.
Το 38% των εργαζομένων δήλωσε ότι χρειάζεται πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να μπορεί να εκτελέσουν τα καθήκοντα της εργασίας του, ενώ στην Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό είναι 33%. Το 43% απάντησε ότι απαιτείται πτυχίο δευτεροβάθμιας /μη-τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το 17% πτυχίο χαμηλότερο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης, στην Ελλάδα μεγαλύτερο ποσοστό των θέσεων εργασίας, σε σχέση με την Ευρώπη, απαιτούν από τους εργαζόμενους είτε βασικές είτε προχωρημένες γνώσεις πληροφορικής. Αυτό, είναι ενδεικτικό του ότι συνάδουν στην ελληνική αγορά θέσεις εργασίας οι οποίες είτε είναι πολύ χαμηλής εξειδίκευσης, είτε απαιτούν πολύ υψηλά προσόντα και δεξιότητες εκ μέρους των εργαζόμενων.
Το 21% των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα διαθέτει προσόντα τα οποία υπερβαίνουν αυτά που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της εργασίας τους. Λαμβάνουν, κατά μέσο όρο 30% χαμηλότερες αμοιβές, ενώ συνήθως εργάζονται με συμβόλαια μερικής απασχόλησης.
Η δυσκολία εύρεσης εργασίας που να ταιριάζει με τα προσόντα και τις δεξιότητές τους είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στην Ε.Ε. κατά μέσο όρο το 42% των εργαζόμενων δήλωσε ότι είχε λίγες ευκαιρίες εύρεσης εργασίας που να ταιριάζει με το επίπεδο εκπαίδευσής τους, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 53%.
Ενας στους τρεις φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του
Η έρευνα έδειξε πως το μεγαλύτερο ποσοστό εργασιακής ανασφάλειας σημειώθηκε το 2014 σε Ελλάδα και Κύπρο. Συγκεκριμένα, το 32% των εργαζομένων στην Ελλάδα και το 28% των εργαζομένων στην Κύπρο εξέφρασαν το φόβο ότι είναι πιθανό να χάσουν την εργασία τους μέσα στο 2015, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη των «28» είναι κατά μέσο όρο 13%. Τη μεγαλύτερη σιγουριά σε ό, τι αφορά τη διατήρηση της εργασίας τους εξέφρασαν οι εργαζόμενοι στη δυτική Ευρώπη.
Την ίδια ώρα, τα ευρήματα της έρευνας τονίζουν την ανάγκη της παροχής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης σε εργαζόμενους, αλλά και άνεργους, οι οποίοι συνήθως έχουν δεξιότητες που υπολείπονται αυτών που χρειάζονται όταν επιστρέφουν στην αγορά εργασίας. Σε αυτόν τον τομέα, η Ελλάδα είναι «ουραγός» στην Ε.Ε., αφού μόνο το 32% των Ελλήνων παρακολούθησε κάποια κατάρτιση το έτος 2013-2014, η οποία είχε χρηματοδοτηθεί από τον εργοδότη, σε αντίθεση με το 82% των Ολλανδών, το 80% των Φινλανδών, το 79% των Δανών και το 76% των Γερμανών και Σουηδών.
Επίσης, στη χώρα μας είναι μικρότερο το ποσοστό (36%) των εργαζομένων, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη (40%), οι οποίοι, κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, παρακολούθησαν πρακτική άσκηση σε εργασιακό χώρο. Κι όλα αυτά, την ώρα που οι έξι στους δέκα Έλληνες εργαζόμενους και συγκεκριμένα το 57%, θεωρούν ότι κάποιες από τις δεξιότητές τους θα είναι παρωχημένες την επόμενη πενταετία, όταν στην Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό είναι αρκετά μικρότερο (47%).