Πέντε ράθυμοι δικαστές απολύθηκαν από την Πειθαρχική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ενώ οι αρεοπαγίτες έδειξαν το ανθρώπινο πρόσωπό τους σε μια Πρωτοδίκη η οποία είχε μεν καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων, αλλά αντιμετώπισε επαναλαμβανόμενα σοβαρότατα προβλήματα υγείας για μεγάλο χρονικό διάστημα και παρ’ όλα αυτά άλλαξε άρδην την εικόνα της, μηδενίζοντας τις καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα όχι μόνο να παραμείνει στο δικαστικό σώμα, αλλά να την επιβραβεύσουν οι αρεοπαγίτες με ομόφωνη απόφασή τους.
Την Πειθαρχική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, υπό την πρόεδρό της Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα και με τη συμμετοχή της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη, την απασχόλησε το ερώτημα της οριστικής παύσης δικαστών, για ανεπάρκεια άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, λόγω των πολλών καθυστερήσεων στην έκδοση αποφάσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ειδικότερα, ομόφωνα παύθηκε οριστικά, με δυνατότητα να μπορεί να εργαστεί στο Δημόσιο τομέα Πρωτοδίκης, σύζυγος δικηγόρου, η οποία παρουσίαζε καθυστερήσεις από την πρώτη στιγμή εισόδου της στο δικαστικό σώμα, ως πάρεδρος. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις επιθεωρήσεων οι καθυστερήσεις, ανά έτος ήταν από 36 έως 130 υποθέσεις, ενώ της είχαν κατ΄ επανάληψη, αφαιρεθεί 73, 61, 53 κ.λπ. δικογραφίες, κατά διάφορα δικαστικά έτη. Παράλληλα, της είχαν επιβληθεί πειθαρχικές ποινές προστίμου ενός και τριών μηνών και είχε κριθεί μη προακτέα.
Σύμφωνα με την εισήγηση, για τις καθυστερήσεις της υπήρχαν διαμαρτυρίες Δικηγορικού Συλλόγου, αλλά και διαδίκων, ενώ οι καθυστερήσεις είχαν αυξητικό ρυθμό. Ακόμη, σύμφωνα με την εισήγηση, σε 11 από τις 12 επιθεωρήσεις που της έγιναν γίνεται αναφορά για καθυστερήσεις, όπως και ότι δεν είχε συναίσθηση, επιβάρυνε τους συναδέλφους της με τις δικογραφίες που της αφαιρέθηκαν και χρεώνονταν σε άλλους και ταλαιπωρούσε δικηγόρους και διαδίκους. Σε ερώτηση της προέδρου γιατί το διάστημα της πανδημίας που τα δικαστήρια υπολειτουργούσαν δεν φρόντισε να καλύψει τις καθυστερήσεις της, η απάντησή ήταν ότι διάβαζε το παιδί της.
Η ίδια η Πρωτοδίκης γενικά επέδειξε εριστική συμπεριφορά απέναντι του δικαστηρίου. Ειδικότερα, ανέφερε ότι έχει συναίσθηση των καθηκόντων της, αναγνώρισε όμως ότι έχει κάνει λάθη. Αμφισβήτησε τον αριθμό των εκκρεμών υποθέσεων που ανέφερε η εισηγήτρια αρεοπαγίτης, λέγοντας έχουν γίνει δημοσιεύσεις αποφάσεων από τις καθυστερούμενες και έχει μειωθεί ο αριθμός τους και ότι της αφαιρέθηκαν μόνο 70 δικογραφίες.
Ανέφερε ακόμη, ότι οι καθυστερήσεις οφείλονται σε πολλούς προσωπικούς λόγους, αλλά και στο ότι οι αποφάσεις που εκδίδει δεν είναι πρόχειρες, ότι χρεωνόταν μεγάλο αριθμό αποφάσεων και ότι έχει μειώσεις τις εκκρεμότητες.
Παρενέβη η κυρία Κλάπα, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται πρέπει να είναι καλές, σωστές και ορθές από νομικής σκοπιάς και να εκδίδονται έγκαιρα, προσθέτοντας ότι ο δεν μπορεί ο πολίτης να περιμένει απόφαση μετά από χρόνια.
Ως προς τον μεγάλο αριθμό των υποθέσεων που υποστήριξε η Πρωτοδίκης ότι χρεωνόταν, η κυρία Κλάπα, αφού την ρώτησε αν χρεώνονταν και οι υπόλοιποι συνάδελφοί της τον ίδιο αριθμό δικογραφιών και η απάντηση ήταν θετική, τόνισε η πρόεδρος ότι δεν είχε φόρτο εργασίας όπως επικαλείται, αφού «χρεώνεται την ίδια μερίδα δικογραφιών με τους άλλους συναδέλφους της, εκτός αν θέλει παραπάνω».
Ως μάρτυρας υπεράσπισης της Πρωτοδίκου κατέθεσε ο σύζυγος της, ο οποίος ανέφερε ότι εργαζόταν υπερβολικά. Λέγοντας χαρακτηριστικά ότι σηκωνόταν 2 η ώρα το βράδυ και την έβλεπε στον υπολογιστή, αλλά και στις 5 το πρωί την έβλεπε και πάλι στον υπολογιστή.
Τόσο η εισηγήτρια αρεοπαγίτης όσο και η κυρία Αδειλίνη τάχθηκαν υπέρ της οριστικής απόλυσής της και τελικά ομόφωνα παύθηκε από το δικαστικό σώμα.
Δεν απολύθηκε Πρωτοδίκης
Με το ερώτημα της απόλυσης είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια και άλλη δεύτερη, Πρωτοδίκης, η οποία είχε μεγάλες καθυστερήσει στην έκδοση αποφάσεων που κυμαινόντουσαν κατ΄ έτος από 22 έως 100, ενώ είχε σε βάρος της 11 πειθαρχικές αποφάσεις που τις επέβαλαν πρόστιμα στέρησης μισθού από 10 έως ένα μήνα. Υπήρξε ακόμη περίπτωση που έκανε 29 μήνες να εκδώσει μια απόφαση.
Σύμφωνα με την εισηγήτρια αρεοπαγίτη, η Πρωτοδίκης παρουσίαζε μεγάλες καθυστερήσεις κατά τα προηγούμενα έτη, αλλά σύμφωνα με την τελευταία έκθεση επιθεώρησης οι καθυστερήσεις είχαν σχεδόν μηδενιστή και εισηγήθηκε να μην παυθεί, καθώς δεν συντρέχει λόγος.
Η ίδια με μια σεμνότατη στάση είπε ότι αντιμετώπισε διαδοχικά σοβαρότατα χρόνια προβλήματα υγείας για μεγάλο χρονικό διάστημα, είχε υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις και είχε λάβει αναρρωτική άδεια 11 μηνών. Στην συνέχεια έσπασε το χέρι της και ήταν στο γύψο. Παρ΄ όλα αυτά, μπόρεσε και μηδένισε τις καθυστερήσεις.
Ομόφωνα η Ολομέλεια έκρινε ότι δεν πρέπει να απολυθεί, καθώς επανόρθωσε την αρνητική εικόνα που είχε δημιουργήσει.
Ιδιάζουσα περίπτωση
Την Ολομέλεια την απασχόλησε μια ιδιάζουσα περίπτωση πρώην Πρωτοδίκου η οποία παύθηκε οριστικά από το δικαστικό σώμα λόγω ανεπάρκειας (καθυστερήσεις) και κρίθηκε ότι δεν ήταν επαρκής για να διοριστεί στο Δημόσιο.
Το έτος 2020 ζήτησε επανάληψη της δίκης της στην Πειθαρχική Ολομέλεια επικαλούμενη ότι δεν ήταν παρούσα κατά τη συζήτηση, αν και είχε κληθεί στην τότε ακροαματική διαδικασία. Τότε, η αίτηση επανάληψη της δίκης της απορρίφθηκε.
Τώρα επανήλθε με νέο αίτημα επανάληψη της δίκης της επικαλούμενη ότι υπάρχουν νέα και άγνωστα στοιχεία και ζήτησε να εξετασθεί ως μάρτυρας υπεράσπισής της πρώην δικαστικός.
Ως νέα στοιχεία, μεταξύ των άλλων, επικαλέστηκε ότι έλαβε μεν άδεια άσκησης δικηγορίας, αλλά κατά την διαδικασία έκδοσής της υπήρξαν προβλήματα με τις υπηρεσίες του υπουργείου Δικαιοσύνης, ότι προσπάθησε να εργαστεί με την ιδιότητα του δικηγόρου 3 χρόνια μετά την απόλυσή της, αλλά δεν μπόρεσε και ότι αντιμετωπίζει οικονομικά κ.λπ. προβλήματα.
Ωστόσο, η συμπεριφορά της ίδιας, όπως και του μάρτυρα που πρότεινε προς το δικαστήριο, ήταν έξω από τα συνήθη επίπεδα. Μάλιστα, η κυρία Κλάπα αφαίρεσε το λόγο από τον μάρτυρα, μετά από πολλές παραινέσεις για να συμμορφωθεί ως προς την συμπεριφορά του και τα όσα ανέφερε, καθώς επιχείρησε να επιχειρηματολογήσει ως δικηγόρος της πρώην Πρωτοδίκου.
Οι συμπεριφορά τόσο της πρώην Πρωτοδίκου όσο και του μάρτυρα πρώην δικαστικού, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της κυρίας Κλάπα, της κυρίας Αδειλίνης, αλλά και του αντιπροέδρου Νικόλαου Πιπιλίγκα.
Παρ’ όλα αυτά, απορρίφθηκε η αίτηση της πρώην Πρωτοδίκου για επανάληψη της δίκης της, λόγω μη ύπαρξης νέων στοιχείων, αλλά της δόθηκε η δυνατότητα να διοριστεί στο Δημόσιο.