Δέκα τρεις πρώην ιπτάμενοι χειριστές αεροσκαφών της «Ολυμπιακής Αεροπορίας» έχασαν τη δικαστική μάχη στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τη χορήγηση της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης συνολικού ύψους περίπου 3 εκ. ευρώ (συν αποζημίωση 650.000 ευρώ) που είχε προβλεφθεί να τους καταβληθεί, όταν η αεροπορική εταιρεία τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης.
Υπενθυμίζεται, ότι ο νόμος 3717/2008 που αφορά «τις κοινωνικές ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους στις εταιρείες “Ολυμπιακές Αερογραμμές Α.Ε.”, “Ολυμπιακή Αεροπορία – Υπηρεσίες Α.Ε.” και “Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε.”, προέβλεπε (στο άρθρο 6) για τους ιπτάμενους χειριστές, μεταξύ των πολλών άλλων παροχών, και επιπρόσθετη ειδική κοινωνική ενίσχυση.
Η χορήγηση της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης ήταν ίση με το 75% των μηνιαίων αποδοχών τους, προσαυξημένες κατά το 1/6 αυτών. Το ποσό αυτό προβλεπόταν ότι θα καταβαλλόταν σε 72 δόσεις και θα ήταν απαλλαγμένο από κάθε μορφής φόρο, τέλος ή παρακράτηση.
Οι ιπτάμενοι χειριστές μετά τη συνταξιοδότησή τους, υπέβαλαν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΝΣΚ) αίτηση με την οποία ζητούσαν την καταβολή σ΄ αυτούς των 72 μηνιαίων δόσεων της προβλεπόμενης ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης, η οποία δεν τους καταβλήθηκε, καθώς με νομοθετική πράξη καταργήθηκε η εν λόγω ενίσχυσης. Το ΝΣΚ δεν έκανε δεκτές τις αιτήσεις τους.
Στην συνέχεια άσκησαν αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου (υπουργού Οικονομικών). Διεκδικούσαν την καταβολή της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης η οποία και για τους 13 ιπτάμενους χειριστές ανερχόταν σε κάτι λιγότερο από 3 εκατ. ευρώ.
Ακόμη, ο καθένας από τους 13 διεκδικούσε την καταβολή αποζημίωσης 50.000 ευρώ (50.000 ευρώ Χ13) σύμφωνα με το άρθρο 105 Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημιάς, η οποία προκλήθηκε από την μη καταβολή της επίμαχης ενίσχυσης. Συνολικά και οι 13 πρώην ιπτάμενοι χειριστές διεκδικούσαν 3,6 εκατ. ευρώ.
Τόσο στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, όσο και στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, οι αιτήσεις τους απορρίφθηκα ως απαράδεκτες, καθώς κρίθηκε ότι οι μέλλουσες απαιτήσεις δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγής. Ακόμη, κρίθηκε ότι η αναδρομική κατάργηση χορήγησης της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης υπαγορεύθηκε από επιτακτικούς και ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι ανάγονται στην περιστολή των δαπανών του Δημοσίου.
Έτσι, προσέφυγαν στο ΣτΕ ζητώντας να αναιρεθούν οι σε βάρος τους εφετειακές αποφάσεις.
Όμως, η 7μελής σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και η εισηγητή τρία η σύμβουλος της Επικρατείας Μαρίνα – Αλεξάνδρα Τσακάλη), με μια σειρά 9 αποφάσεων της (221 έως 228/20124) απέρριψε τις αιτήσεις 13 πρώην ιπτάμενων χειριστών που ζητούσαν να αναιρεθούν οι εφετειακές αποφάσεις με τις οποίες «κόπηκε» η ειδική κοινωνική ενίσχυση.
Ειδικότερα, κρίθηκε από το ΣτΕ ότι είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η αναδρομική κατάργησή της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης (άρθρο πρώτο, του νόμου 4254/2014) για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.
Όπως σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «η αναδρομική κατάργηση της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης, υπό τις όλως εξαιρετικές δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας, δεν είναι προδήλως απρόσφορη ούτε δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) ούτε τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ».
Εξάλλου, συνεχίζει το ΣτΕ, ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης ότι η αναδρομική κατάργηση είναι αντίθετη στο άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και δεν αφορούν συνεπώς τη λήψη από το κράτος μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής».
Και καταλήγουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι «νομίμως αιτιολογείται η κρίση του Διοικητικού Εφετείου ότι η αναδρομική κατάργηση της επίμαχης κοινωνικής ενίσχυσης δεν αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε σε άλλη συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή».