Χιλιάδες είναι τα νεκρά ζώα, από την καταστροφική επέλαση της κακοκαιρίας Daniel, στα χωριά του κάμπου της Περιφερειακής Ενότητας Καρδίτσας, οδηγώντας σε απόγνωση τους κτηνοτρόφους των πληγεισών περιοχών.
Οι αγροτικές οικογένειες αυτών των περιοχών, εδώ και δεκαετίες είχαν και έχουν μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης – έδιναν σε αυτά και ονόματα- με αυτά τα ζώα, πρόβατα, αγελάδες, γίδια αλλά και τους σκύλους που βρίσκονται κοντά στα κοπάδια, όπως επίσης και με τη γη, καθώς εξασφάλιζαν για αυτούς το βασικό εισόδημα για να επιβιώσουν.
Παλιότερα, φρόντιζαν, να διατηρούν μεγάλα ζώα για το όργωμα των χωραφιών, το κουβάλημα των προϊόντων, τις μετακινήσεις τους, για να έχουν εξασφαλισμένα τα κτηνοτροφικά προϊόντα για τη διατροφή της οικογένειας αλλά και να εξασφαλίζουν, από την πώληση κάποιων ζώων, τα απαραίτητα, τα οποία προμηθεύονταν από το παζάρι. Αυτά ήταν τα άλογα, τα γαϊδούρια, τα βουβάλια, οι αγελάδες, και τα πρόβατα για το καθημερινό γάλα αλλά και για να φτιάχνουν το τυρί της χρονιάς, τη μυζήθρα, τη γιαούρτη, το βούτυρο και τα διάφορα ξινοτύρια. Οδηγό σε αυτό το ταξίδι στο παρελθόν, έχουμε το βιβλίο που έχει τίτλο «Καταγραφή και ανάδειξη της αγροτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Καρδίτσας» έκδ. Κέντρου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας Καρδίτσας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ». Τελείως απαραίτητο, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι άνθρωποι του κάμπου, θεωρούσαν το γουρούνι, από το οποίο έπαιρναν τη λίπα για το καθημερινό μαγείρεμα της χρονιάς, αφού το λάδι δεν το παρήγαγαν και ήταν ακριβό, γι’ αυτό το έριχναν με το «σταγονόμετρο».
Το κρέας δε του γουρουνιού το παστρούμιαζαν και το διατηρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης, με το κρέας του γουρουνιού και τα έντερα έφτιαχναν τα λουκάνικα και τις τσιγαρίδες. Από το στομάχι του γουρουνιού και τα πόδια του εξασφάλιζαν αντίστοιχα τα μικρά παιδιά μια μπάλα και τα κότσια, με τα οποία έπαιζαν ατέλειωτες ώρες. Επίσης, απαραίτητα θεωρούσαν τα κοτόπουλα, τα παπιά και τα χηνάρια, για να εξασφαλίζουν το κρέας και τα αυγά της χρονιάς. Μαζί με όλα τα παραπάνω πολλά νοικοκυριά είχαν και περιστέρια, για τα οποία έκτιζαν περιστερώνες πλίθινους στο οικόπεδό τους. Επίσης, πολλοί εξέτρεφαν κουνέλια και μισίρια, τα οποία πωλούσαν στο παζάρι, αφού πρώτα κρατούσαν κάποια για την οικογένειά τους. Κάθε αγροτικό σπίτι απαραιτήτως είχε τον φύλακα-άγγελο του σπιτιού, τον σκύλο και τον κυνηγό των ποντικιών, τη γάτα. Όπως τονίζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η πρόεδρος του Κέντρου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας, και συγγραφέας του παραπάνω βιβλίου Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά, η αναφερόμενη στη σημερινή κατάσταση της Θεσσαλίας είπε μεταξύ άλλων: «Δυστυχώς, όλα αυτά τα κτηνοτροφικά ζώα που εξασφάλιζαν την οικιακή οικονομία και τα γνήσια και υγιεινά προϊόντα για την οικογένειά τους, όπως και αυτά των πολλών πρότυπων κτηνοτροφικών μονάδων που πολλοί νέοι έστησαν με κόπο, ώστε να παραμείνουν στα χωριά τους, ο Ντάνιελ, που βρήκε τον τόπο μας ανοχύρωτο, τα εξαφάνισε κάτω από τα λασπωμένα νερά μαζί με τους κόπους και τα όνειρά τους. Εύχομαι στους νέους αγρότες να μην απογοητευτούν, να μην εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Να μείνουν στην απέραντη και εύφορη Θεσσαλική πεδιάδα και ν’ αγωνιστούν απαιτώντας από την πολιτεία τα αυτονόητα: τα απαραίτητα αντιπλημμυρικά έργα ώστε να καταφέρουν να δώσουν ζωή στην “αρίστη” κατά τον Θουκυδίδη, “ευδαιμονεστάτη” κατά τον Στράβωνα και “εύκαρπον” κατά τον Ευριπίδη Θεσσαλία μας».