Τα αίτια της συντριβής του Canadair που επιχειρούσε στη φωτιά της Καρύστου, που οδήγησε στον θάνατο τους δύο πιλότους, του 34χρονου κυβερνήτη σμηναγού Χρήστου Μουλά και του 27χρονου συγκυβερνήτη ανθυποσμηναγού Περικλή Στεφανίδη, θα αναζητήσουν τις επόμενες ώρες οι εμπειρογνώμονες της Πολεμικής Αεροπορίας.
Όπως φαίνεται από το συγκλονιστικό βίντεο της πτώσης, το Canadair CL-215 πραγματοποίησε ρίψη νερού πάνω από μια εστία φωτιάς. Αμέσως μετά δείχνει να παίρνει ύψος αλλά όχι τόσο ώστε αρχικά να αποφύγει την κορυφή ενός δένδρου πάνω στην οποία «βρίσκει» ο πλωτήρας του δεξιού φτερού και ξεκολλάει. Την επόμενη στιγμή το αεροσκάφος παίρνει μεγάλη κλίση δεξιά και χάνεται μέσα σε μια χαράδρα όπου και συντρίβεται.
Τι μπορεί να συνέβη;
Aρχικά να πούμε ότι παρά το γεγονός ότι τα CL-215 είναι από τα πρώτα πυροσβεστικά αεροπλάνα που πήραμε και έχουν πολλές ώρες πτήσης, η ηλικία τους αυτή καθαυτή δεν παίζει κανένα ρόλο αν γίνεται σωστή συντήρηση και οι απαραίτητες αναβαθμίσεις που προβλέπει ο κατασκευαστής. Και είναι γνωστό πώς οι τεχνικοί της Πολεμικής Αεροπορίας, στη διάρκεια των πυρκαγιών εργάζονται όλη τη νύχτα, έτσι ώστε κάθε πρωί τα αεροπλάνα να είναι ετοιμοπόλεμα.
Ένα δεύτερο ερώτημα που ακούστηκε ήταν πως το αεροσκάφος πετούσε πολύ χαμηλά. Η αλήθεια είναι πως οι πιλότοι των πυροσβεστικών προσπαθούν να κατέβουν όσο πιο χαμηλά γίνεται για να «χτυπήσουν» την εστία της φωτιάς πιο αποτελεσματικά, καθώς αν ρίξουν το νερό από πολύ ψηλά, τότε αυτό λόγω των υψηλών θερμοκρασιών θα εξατμιστεί και δεν θα φτάσει ποτέ στο έδαφος.
Όπως τόνισε και στην ΕΡΤ ο αεροναυπηγός Φαίδωνας Καραϊωσηφίδης, το πώς αποφασίζεται το ύψος από το οποίο θα γίνει η ρίψη, βασίζεται στην εκπαίδευση των πιλότων και γίνεται με βάση προδιαγραφές. Δηλαδή υπάρχει ένα σημείο εισόδου στην περιοχή της φωτιάς και ένα υπολογιζόμενο σημείο εξόδου.
Προτού γίνει η ρίψη, τα αεροπλάνα περνούν από πάνω και κάνουν επιθεώρηση του χώρου, ιδιαίτερα αν είναι η πρώτη φορά ή η πρώτη ρίψη της ημέρας μετά την υδροληψία.
«Είναι θέμα εμπειρίας, είναι θέμα συνθηκών και βέβαια όλα γίνονται με γνώμονα την ασφάλεια. Είναι απόφαση του πιλότου μέχρι τι βάθος θα κατέβει για να κάνει τη ρίψη, χωρίς να υπάρχει
κάποιο σύστημα ή κάποιο άλλο βοήθημα, δυστυχώς» κατέληξε ο αεροναυπηγός.
Επίσης πρέπει να πούμε πως τα Canadair – όπως τονίζουν στο protothema.gr έμπειροι πιλότοι της Πολεμικής Αεροπορίας – είναι αεροσκάφη που πετάνε με το χέρι και με το μάτι. Με άλλα λόγια, δεν έχουν κανένα ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου πτήσης.
Επίσης, οι πιλότοι της ΠΑ τονίζουν πως μετά τη ρίψη του νερού το Canadair παίρνει απότομα ύψος, λόγω της ξαφνικής απώλειας βάρους. Με το που ελαφραίνει το αεροσκάφος αυξάνεται η ροπή στρέψης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς το αεροπλάνο «ροπάρει» προς τα δεξιά, βρίσκει στο εμπόδιο (δένδρο) που το «σπρώχνει» ακόμη δεξιότερα, ενώ παράλληλα χάνει και τον πλωτήρα του δεξιού φτερού. Κάπου εκεί χάνεται η ικανότητα πτήσης. Είναι βέβαιο – λένε – πως οι πιλότοι προσπάθησαν να το επαναφέρουν αλλά όταν πετάς σε ύψος 10 – 12 μέτρων και στο συγκεκριμένο ανάγλυφο του εδάφους, δεν έχεις ούτε το χρόνο, αλλά ούτε και τον χώρο να τα καταφέρεις.
Τέλος, καθώς τα Canadair δεν έχουν σύστημα εκτίναξης ή διαφυγής η μόνη ελπίδα που έχουν οι χειριστές σε περίπτωση που συμβεί κάτι, είναι να επιχειρήσουν αναγκαστική προσγείωση έστω και σε ανώμαλο έδαφος, όπως συνέβη το 2015 στη Λακωνία και το 2016 στα Δερβενοχώρια, ή αναγκαστική προσθαλάσσωση αν είναι κοντά στη θάλασσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.