Η ενασχόληση της Ρούλας Πισπιρίγκου με τα social media, αλλά και η εν γένει συμπεριφορά της την περίοδο που μετά την απώλεια των δύο μικρότερων παιδιών της η πρωτότοκη κόρης της Τζωρτζίνα νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας στο νοσοκομείο του Ρίου ήταν εκείνα τα χαρακτηριστικά που ενεργοποίησαν τα αντανακλαστικά των γιατρών.
Στο βήμα του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας βρέθηκε σήμερα ο εντατικολόγος παιδίατρος Χαράλαμπος Κοτσώνης ο οποίος αναφέρθηκε στον προβληματισμό που είχε ο ίδιος και οι συνάδελφοί του αναφορικά με την κατηγορούμενη Ρούλα Πισπιρίγκου.
«Στην πρώτη ενημέρωση είπαμε στους γονείς ότι δεν μπορούμε καν να πούμε αν το παιδί θα ζήσει… Πρώτος στόχος ήταν η επιβίωση του παιδιού. Οι γονείς ήταν σοκαρισμένοι. Δεν είχαν έντονες αντιδράσεις, αλλά αυτό είναι συνηθισμένο γιατί το σοκ είναι μεγάλο» κατέθεσε ο μάρτυρας ο οποίος σημείωσε πως όλοι είχαν ενημερωθεί για το ιστορικό της οικογένειας και την απώλεια δυο ακόμη παιδιών.
«Υπήρχαν οι άλλοι δυο θάνατοι στην οικογένεια που για εμάς δεν ήταν πλήρως διευκρινισμένοι» ανέφερε ο εντατικολόγος ο οποίος συμπλήρωσε ότι τους «προβλημάτισε σε μεγάλο βαθμό η συμπεριφορά των γονιών και κυρίως της μητέρας».
Έχω πει ότι η μητέρα είχε απρόσφορο συναίσθημα. Αυτή η οικογένεια έχει περάσει μια τραγωδία. Έχει δυο παιδιά που έχουν πεθάνει κι ένα παιδί με ανακοπή που θα ήθελε υποστήριξη. Η μη αντίδραση και ο μη θρήνος συνεχιζόταν και μετά το πρώτο σοκ. Ο καθένας αντιμετωπίζει τις τραγωδίες με τον προσωπικό του τρόπο. Ήταν μια μητέρα που την ενδιάφερε να τροφοδοτεί τα social media που είχε. Δεν μας έδειξε ότι αυτή την τραγωδία την έχει κατανοήσει» είπε ο γιατρός με την κατηγορούμενη να κάνει μορφασμούς, μέσα από τη μάσκα της, κοιτάζοντας προς τους συνηγόρους της.
«Δεν μπορεί να έχεις υποστεί αυτή την τραγωδία και να ανεβάζεις φωτογραφίες από συναυλίες στο Facebook. Ήταν η πρώτη φορά που το σύνολο του προσωπικού που ήρθε σε επαφή με τη μητέρα και είπε «εδώ υπάρχει πρόβλημα». Στα τόσα χρόνια πρώτη φορά όλο το προσωπικό είπε «εδώ υπάρχει θέμα»». Με αυτά τα δεδομένα κρίναμε ότι έπρεπε να διερευνηθεί η εμπλοκή της μητέρας στους θανάτους των παιδιών» ανέφερε ο μάρτυρας ο οποίος υπογράμμισε πως η ομάδα των γιατρών στήριξε τις ενέργειες του διευθυντή Ανδρέα Ηλιάδη.
Ο κ. Κοτσώνης εξήγησε πως δεν ήταν σε θέση να πουν ποια προβλήματα θα αντιμετώπιζε η Τζωρτζίνα εάν δεν περνούσαν, τρία 24ωρα. «Το πρωτόκολλο για την πρόγνωση λέει πως δίνεται μάλιστα στις 5 με 7 ημέρες. Την 8η ημέρα έγινε μαγνητική εγκεφάλου η οποία απέδειξε ισχαιμία σε διάφορες περιοχές εγκεφάλου, απότοκο της ανακοπής» τόνισε ο μάρτυρας και συμπλήρωσε πως αρχικά η κατάσταση της Τζωρτζίνας ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένη. «Φαινόταν ότι θα είναι παιδί με σοβαρά κινητικά προβλήματα αλλά στην πορεία έδειξε ότι είχε καλύτερη επικοινωνία με το περιβάλλον. Αντιδρούσε σε ηχητικά ερεθίσματα, για όταν ερχόταν η φυσιοθεραπεύτρια που την ταλαιπωρούσε αρκετά, άρχισε να κλαίει».