Ανείπωτη θλίψη και οργή στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, η οποία συνεχίστηκε με καταθέσεις συγγενών θυμάτων.
Ο Νίκος Γιαννόπουλος συγκλόνισε με την περιγραφή του χαμού της 84χρονης μητέρας του.
«Η μητέρα μου δεν πέθανε , δολοφονήθηκε. Παρέλαβα τη μητέρα μου σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ», είπε ο μάρτυρας εμφανώς φορτισμένος. Όπως είπε, έψαχνε και ξαναέψαχνε στο καμένο της σπίτι, χωρίς να μπορεί να εντοπίσει κανένα ίχνος. Η περιγραφή του σόκαρε το ακροατήριο: «Με τις τόσες φορές που μπήκα στο σπίτι για να την ψάξω δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι αυτό που νόμιζα καμένη κουρτίνα μπάνιου, ήταν η μητέρα μου…».
Ο μάρτυρας καταφέρθηκε σε βάρος του Δημάρχου Ραφήνας-Πικερμίου Ευ. Μπουρνούς, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ των κατηγορούμενων. Τον κατήγγειλε για παραπληροφόρηση που στάθηκε μοιραία για πολλούς κατοίκους της περιοχής.
Όπως κατέθεσε, ενώ η σύζυγός του τον είχε ενημερώσει κατά τις πέντε παρά δέκα το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 ότι υπάρχει πρόβλημα με την πυρκαγιά και πως έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι, άκουσε τον δήμαρχο μισή ώρα αργότερα να λέει ότι η φωτιά στη Νταού Πεντέλης πάει προς τον Διόνυσο.
«Πήρα τη γυναίκα μου και της το είπα και πήρα και τη μητέρα μου και ήταν μια χαρά. Ο δρόμος άδειος κι ο κόσμος ήρεμος», περίγραψε και στη συνέχεια ανέφερε πως από την ηρεμία βρέθηκαν στο απόλυτο χάος. «Φτάνω στο σπίτι και βλέπω μια σύζυγο να ουρλιάζει. “Νίκο φεύγουμε!”. Της λέω ηρέμησε πάει άλλου η φωτιά. Στις 6 κόβεται το ρεύμα. Έπρεπε να βγάλω το αμάξι από το γκαράζ. Πήραμε δυο αυτοκίνητα και πηγαίναμε προς Αγία Μαρίνα. Βγαίνω στη Μαραθώνος, βρέθηκε αστυνομικός που ήθελε να με στείλει στο Μάτι. Τον αγνόησα βρίζοντας και έφυγα. Πήρα τη μητέρα μου “έρχομαι να σε πάρω μην ανησυχείς”. Ήταν η τελευταία συνομιλία με τη μητέρα μου», είπε ο μάρτυρας εμφανώς ταραγμένος.
Συγκλονιστικές περιγραφές για την πύρινη κόλαση στο Μάτι
Στη συνέχεια περιέγραψε τις εφιαλτικές εικόνες που αντίκρυσε στην περιοχή του Ματιού.
«Δεν ξέρω πως είναι η κόλαση, αλλά αυτό που αντίκρισα ήταν 10 φορές χειρότερο», είπε και συνέχισε περιγράφοντας την απόκοσμη εικόνα έξω από το σπίτι της μητέρας του. «Φτάνοντας έξω από το σπίτι βλέπω ένα αμάξι με δυο καμένους μέσα. Βρήκα την πόρτα του σπιτιού σπασμένη. Λέω, κάποιος θα μπήκε να τη σώσει. Φώναζα τη μητέρα μου δεν υπήρχε απόκριση. Πήγα στα νοσοκομεία να την ψάξω. Λέω στη γυναίκα με αυτά που είδα στο Μάτι υπάρχουν νεκροί έχει γίνει χαμός. Μου λέει “τι λες;” και μου δείχνει το βίντεο με τον πρωθυπουργό και την περιφερειάρχη. Μας κορόιδευαν ότι δεν υπάρχουν νεκροί. Στις 19.30 υπήρχε άνθρωπος που είχε δει 30 καμένους», κατέθεσε.
Στο κέντρο Υγείας δεν ήξεραν για τη φωτιά!
Στη συνέχεια στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η Μαρίνα Λαμπίδου, η οποία περιέγραψε το πώς κατάφερε να σωθεί μαζί με τον πατέρα της, ο οποίος είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα ανάμεσα σε πύρινες γλώσσες που ξεπερνούσαν τα δύο μέτρα. «Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος εγκαυματίας. Στο κέντρο υγείας δεν είχαν ενημερωθεί για τη φωτιά μάλιστα τον ρώτησαν αν κάηκε από κατσαρόλα με νερό!», κατέθεσε η κα Λαμπίδου.
Όπως είπε ο πατέρας της λίγες ημέρες μετά έχασε τη μάχη και «έφυγε», ενώ η μητέρα της απεβίωσε πριν από λίγους μήνες μην αντέχοντας την απώλεια.
Η μάρτυρας κλήθηκε να περιγράψει τι συνέβη το μοιραίο απόγευμα. Όπως είπε δεν πίστευε ότι η φωτιά μπορούσε να πλησιάσει το σπίτι τους.
«Φοβηθήκαμε όταν κόπηκε το ρεύμα. Ήμουν μέσα στο σπίτι με την μητέρα μου έπαθα κρίση πανικού. Ο πατέρας μου ήταν έξω. Όταν κάποια στιγμή μπήκε στο σπίτι φώναζε “καίγομαι πονάω”. Την ώρα που φεύγαμε η φωτιά είχε μπει στο οικόπεδο. Βγαίνοντας από το σπίτι είχε καύτρες παντού. Μέχρι την πρώτη είσοδο του Βουτζά δεν ακούσαμε τίποτα. Βρήκαμε μετά ένα περιπολικό και ο πατέρας μου φώναζε “καίγομαι πονάω”. Φτάσαμε στη Νέα Μάκρη στο κέντρο υγείας. Δεν είχαν ιδέα για φωτιά. Μάλιστα τον ρώτησαν αν κάηκε από κατσαρόλα με νερό! Μετά άρχισε να φτάνει κόσμος. Ο μπαμπάς μου κατέληξε στις 26 Ιουλίου στο ΚΑΤ…».
Στο δικαστήριο κατέθεσε και η αδελφή της κας Λαμπίδου, Βασιλική, η οποία έτρεχε να σωθεί με το 8 μηνών βρέφος της.
«Ο σύζυγός μου στις 17.45 μου λέει “πάμε να φύγουμε από το σπίτι γιατί θα καούμε ζωντανοί”. Από το παράθυρο του σαλονιού έβλεπα το σπίτι των γονιών μου. Δεν έβλεπα σπίτι πλέον, μόνο μαύρους πυκνούς καπνούς. Πήραμε το παιδί και βγήκαμε έξω. Έπεφταν καύτρες. Είχε πέσει το ρεύμα. Προσπάθησα να καλέσω τους γονείς μου αλλά τίποτα. Μπήκα με το παιδί στο αμάξι, ο σύζυγός μου στο δικό του. Οδηγούσα σαν μια τρελή ένα smart με ένα 8 μηνών παιδί και δεν ήξερα που πηγαίνω. Φτάσαμε στο Μάτι, ξεκίνησε το μποτιλιάρισμα αλλά ήμασταν από τους τυχερούς», είπε η μάρτυρας.
Σε ό,τι αφορά την απώλεια του πατέρα της σημείωσε: «τον έριξαν σε κώμα για να μη νιώθει τον πόνο. Ήταν μέσα κι έξω καμένος περίπου στο 67%. Εμείς μάθαμε το θάνατο του πατέρα μας από τις ειδήσεις, δεν μας ενημέρωσαν έγκαιρα από το νοσοκομείο. Τον είχε κάψει το θερμικό κύμα και θεώρησε ότι έπρεπε να μπει στην πισίνα για να ηρεμήσει, οι γιατροί μας είπαν ότι ήταν λάθος αυτό βέβαια».