«Τρία χρόνια μετά και με οδυνηρό για τη χώρα τρόπο αποδεικνύεται ότι οι συνταγές που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία το 2009 δεν είναι ικανές να δώσουν ώθηση, προοπτική και ευημερία στη μεταμνημονιακή αλλά εύθραστη ελληνική οικονομία του 2022», τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των Μελών του ΣΕΒ.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστήριξε ότι απαιτείται άμεση αλλαγή στρατηγικής στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική και ότι «η χώρα χρειάζεται πολιτική αλλαγή με μια νέα προοδευτική κυβέρνηση που θα ενισχύει την ανάπτυξη, θα προστατεύει την κοινωνική συνοχή, θα εγγυάται την κοινωνική ειρήνη, την ασφάλεια και την προοπτική για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας». Σημείωσε ότι χρειάζεται ένα άμεσο και ριζοσπαστικό σχέδιο «ουσιαστικής ανάσχεσης του κύματος της ακρίβειας που κατατρώει το εισόδημα και γιγαντώνει το παραγωγικό κόστος των επιχειρήσεων».
Ο πρώην πρωθυπουργός αφού επισήμανε ότι είναι γνωστές οι διαφωνίες μεταξύ τους, σχολίασε ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η κριτική του ΣΕΒ επικεντρώθηκε στη φορολογία και στη παρέμβαση του κράτους στην αγορά, ενώ κάποιες φορές ορισμένοι παρέβλεπαν σημαντικές επιτυχίες, όπως είπε: έξοδος από την οκταετή επιτροπεία, ρύθμιση χρέους, επιστροφή στις διεθνείς αγορές χρήματος, επαναφορά της οικονομίας σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά, ”μαξιλάρι” 37 δισ. ως κάλυψη και ανάχωμα για πιθανούς μελλοντικούς κινδύνους. Σχολίασε ότι πριν από τρία χρόνια ορισμένοι απέδωσαν την αλλαγή της ελληνικής οικονομίας όχι στα παραπάνω αλλά στο «λεγόμενο Μητσοτάκης effect», δηλαδή στο ότι «η ανάδειξη μιας νέας κυβέρνησης που ασπάζεται νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, έλεγαν ότι ήταν αυτή που άμα τη εμφανίσει της, ξαφνικά άλλαξε όλη την εικόνα της ελληνικής οικονομίας». Σχολίασε πως, όμως, αν ισχύει αυτός ο ισχυρισμός, τότε «τίνος το effect είναι αυτό που τροφοδοτεί σήμερα όλες τις αρνητικές πρωτιές στον πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση; Τίνος το effect τροφοδοτεί το ράλι στα spreads που χθες ανέβηκαν κατά 300 μονάδες βάσης;».
Σημείωσε ότι δεν αποτελούν συνταγή επιτυχίας «η επιλεκτική μείωση της φορολογίας για τα μερίσματα και τα κέρδη κάποιων λίγων εταιρειών», η «πλήρης απορρύθμιση» της αγοράς εργασίας και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η «δογματική απουσία» του κράτους από τον έλεγχο της αγοράς, η «διατήρηση σε επίπεδα φτώχειας του κατώτατου μισθού προκειμένου να μένει χαμηλό το μισθολογικό κόστος». Υποστήριξε ότι «το πραγματικό effect αυτής της κυβέρνησης» είναι «σήμερα, τρία χρόνια μετά που βιώνουμε τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης της ΝΔ», στον πληθωρισμό, στην ενεργειακή κρίση, «στην πρωτοφανή ανασφάλεια που βιώνει η ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα, τόσο από την εκτόξευση του κόστους διαβίωσης όσο όμως και εξαιτίας της πρωτοφανούς έντασης με την Τουρκία». Ο κ. Τσίπρας είπε ότι «η επίδραση του κ. Μητσοτάκη στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, δυσχεραίνει τα προβλήματα, πολλαπλασιάζει το βάρος και τις συνέπειες υπαρκτών κρίσεων, δημιουργεί νέες».
Ο κ. Τσίπρας κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι με τις στρατηγικές επιλογές της διόγκωσε την ενεργειακή κρίση, ότι είμαστε «πρωταθλητές» στη τιμή του ρεύματος και των καυσίμων, πρώτοι στην ευρωζώνη στον ενεργειακό πληθωρισμό, ότι 39% αυξήθηκαν οι τιμές στα τιμολόγια του ρεύματος στην ευρωζώνη, 61% στην Ελλάδα και πως ο πληθωρισμός επιστρέφει στα επίπεδα που βρισκόταν εδώ και 30 χρόνια, στο 11,3% τον Μάιο.
Από τη μια ευθύνεται, είπε, η αδράνεια της κυβέρνησης που «αγνόησε» τις προειδοποιήσεις όλων, ενώ ακολούθησε «ανερμάτιστη» ενεργειακή στρατηγική. Από την άλλη, τόνισε, βρίσκονται οι «ιδεολογικές εμμονές» τής κυβέρνησης: «Η εμμονή σε χρεοκοπημένες πολιτικές που θέλουν το κράτος να παρακολουθεί ή ακόμη και να υποτάσσεται στις απαιτήσεις των ιδιωτικών συμφερόντων. Η εμμονή να ιδιωτικοποιηθεί η ΔΕΗ, εν μέσω ενεργειακής κρίσης. Η εμμονή να μπαίνει η χρηματιστηριακή αξία πάνω από τον κοινωνικό ρόλο μιας δημόσιας επιχείρησης κοινής ωφέλειας». Όμως, σημείωσε, όταν το κράτος γίνεται θεατής της παραγωγής, τότε γίνεται και θεατής στην αυθαιρεσία της αγοράς, «κάνοντας, τελικά, πλάτες στην αισχροκέρδεια, ζημιώνοντας το δημόσιο συμφέρον και τελικά εξοβελίζοντας τις υγιείς δυνάμεις της παραγωγής και της αγοράς που θέλουν να παίξουν δίκαια και να ανταγωνιστούν με βάση το παραγόμενο προϊόν ή τις υπηρεσίες τους».
Παράλληλα είπε ότι στην εξωτερική πολιτική η επίδραση της πολιτικής Μητσοτάκη «μας οδηγεί σε ένα πρωτοφανές κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας», καθώς «η Ελλάδα από μέρος της λύσης μετατρέπεται σε μέρος της κρίσης. Από πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας μετατρέπεται σε προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης». «Και μάλιστα», προσέθεσε, «αφύλακτο φυλάκιο, γιατί αν ποτέ χρειαστεί, ο μη γένοιτο, να υπερασπιστούμε τη κυριαρχία μας, ας μην έχουμε αυταπάτες, μόνοι μας θα είμαστε». Ο κ. Τσίπρας είπε ότι η ενεργή εμπλοκή με αποστολή βαρέως οπλισμού στην Ουκρανία, μας κατατάσσει στις άμεσα εμπλεκόμενες στη πολεμική αντιπαράθεση χώρες, «την ίδια στιγμή που οι γείτονές μας αν και σύμμαχοι στην ίδια συμμαχία, ούτε καν τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας δεν υποχρεούνται να εφαρμόσουν». Προσέθεσε ότι την ίδια στιγμή η Ελλάδα δεν έχει λάβει καμία εγγύηση ασφαλείας έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, για να υποστηρίξει ότι «αυτά είναι τα αποτελέσματα μιας ΙΧ εξωτερικής πολιτικής που άλλαξε το δόγμα όλων των τελευταίων κυβερνήσεων».
Υποστήριξε ότι «η Ελλάδα πρέπει να γίνει ξανά μέρος της λύσης, να αποκτήσει ξανά μια νέα εθνική στρατηγική, με επαναφορά της εθνικής γραμμής, δηλαδή να είναι πυλώνας σταθερότητας και εγγυητής της ειρήνης και της ασφάλειας», να απεμπλακεί από την αποστολή όπλων στην Ουκρανία. Με «ενεργητική πολιτική για την εξεύρεση διπλωματικής λύσης στην Ουκρανία και τον τερματισμό των όποιων κυρώσεων που πλήττουν πρωτίστως την ευρωπαϊκή οικονομία». Με την «επαναφορά των διαύλων επικοινωνίας με τη γείτονα Τουρκία, διότι οι διαφορές μας, η μία και σημαντική μας διαφορά που αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα πρέπει να επιδιώξουμε να λυθεί στη βάση του διεθνούς δικαίου στο δικαστήριο της Χάγης και όχι με εντάσεις που μπορεί να μας οδηγήσουν σε δρόμους χωρίς επιστροφή».
Ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι οι «ενδεχόμενοι κίνδυνοι από την επιπόλαιη ΙΧ διαχείριση στην εξωτερική πολιτική και από την εμμονική διαχείριση στην οικονομία (…) μπορεί να μετατραπούν σε κινδύνους υπαρξιακούς για τη χώρα».
Ως προς την οικονομία επισήμανε τον «κίνδυνο της κοινωνικής κρίσης», επισημαίνοντας ότι «η ακρίβεια είναι μια πραγματικότητα που δεν κάνει μόνο τους φτωχούς φτωχότερους, αλλά το σύνολο του ενεργού παραγωγικού δυναμικού της χώρας», που «συρρικνώνει και αδρανοποιεί την παραγωγική βάση της χώρας, ενώ τώρα είναι ανάγκη στη μεταπανδημική περίοδο, να πετύχουμε μια πολύπλευρη και δυναμική αναπτυξιακή ώθηση».
Απέναντι σε αυτά είπε ότι απαιτείται αλλαγή στρατηγικής στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική, μια νέα, προοδευτική κυβέρνηση και ένα άμεσο ριζοσπαστικό σχέδιο ανάσχεσης της ακρίβειας. Σχέδιο που θα προβλέπει: ρύθμιση των ολιγοπωλιακών κλάδων της οικονομίας με ισχυροποίηση των ρυθμιστικών αρχών και ενίσχυση συμμετοχών σε επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος, όπως η ΔΕΗ και κατάλληλο σχήμα διοίκησης (management) με σαφή πολιτική εντολή για συγκράτηση των τιμών. Επαναφορά του «Δ» στη ΔΕΗ, θέσπιση αυστηρών ελέγχων και κανόνων στην αγορά, θέσπιση πλαφόν στα κέρδη στη χονδρική των παραγωγών ενέργειας. Επίσης, «αναστολή -αν χρειαστεί- του χρηματιστηρίου ενέργειας με έμφαση στη προθεσμιακή αγορά και τα διμερή συμβόλαια στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις (ειδικά τις περισσότερο ενεργοβόρες) με στόχο την μείωση του κόστους ενέργειας και την σταθερότητα στις τιμές».
Επιπλέον τόνισε την αναγκαιότητα αλλαγής ενεργειακής στρατηγικής με χρονική μετάθεση της απολιγνιτοποίησης «με σοβαρό και αξιόπιστο σχέδιο απεξάρτησης από τον λιγνίτη», με την προώθηση της αποκέντρωσης στην παραγωγή ενέργειας σε ΜμΕ, αγρότες νοικοκυριά και ενεργειακές κοινότητες, μειώνοντας δραστικά το κόστος, με την προώθηση του μοντέλου του «prosumer» (ταυτόχρονα παραγωγός και καταναλωτής ενέργειας). Είπε ότι θα απαιτηθούν χρηματοδοτικές διευκολύνσεις, θεσμικά μέτρα ενδυνάμωσης των ενεργειακών κοινοτήτων και διευκόλυνσης των κάθε είδους συνεργασιών και μέτρα διασφάλισης του απαραίτητου χώρου στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας.
Ακόμη τόνισε ότι είναι κρίσιμη η στήριξη των ΜμΕ, με φορολογικά και χρηματοδοτικά κίνητρα, την ανάπτυξη της συνεταιριστικής οικονομίας και της συνεργασίας των ΜμΕ μεταξύ τους ανά κλάδο και μεταξύ κλάδων, ώστε να έχουμε οφέλη οικονομίας κλίμακας και μείωση του κόστους παραγωγής. Επιπλέον, καταπολέμηση της μεγάλης φοροδιαφυγής και ρύθμιση της φορολόγησης της περιουσίας στο πλαίσιο μιας συνολικότερης πολιτικής μείωσης των ανισοτήτων. Μείωση τη γραφειοκρατίας στη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ τόνισε ότι όσο κι αν αυτό δυσαρεστεί κάποιους η σημερινή πραγματικότητα θέτει στο επίκεντρο των εξελίξεων ξανά το κράτος, όχι ως «τύραννο» αλλά όχι και ως «κομπάρσο» για την οικονομία και την κοινωνία. Είπε ότι ο επανασχεδιασμός της παραγωγής, η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, η διαμόρφωση προοπτικών ευημερίας για την πλειοψηφία της κοινωνίας και των επιχειρήσεων πρέπει να περνά από ένα σχέδιο που για το κράτος συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ειδικότερα, δικαίωμα στο να ενισχύει παραγωγικές δραστηριότητες που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και την περιβαλλοντική ισορροπία. Υποχρέωση στο να παρέχει πόρους, ασφαλές επενδυτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο και να αίρει τα εμπόδια για την δέουσα και δίκαιη λειτουργία της αγοράς. Επίσης κράτος που οφείλει να διαμορφώνει και το κοινωνικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της οικονομίας. «Το κράτος λοιπόν, όπως μια επιχείρηση επενδύει στις υποδομές της, οφείλει να κάνει το ίδιο, με αντάλλαγμα κάτι πολύ μεγαλύτερο από το κέρδος: την κοινωνική ειρήνη και συνοχή», σημείωσε.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε ότι «η δημοσιονομική πρόκληση που μας εξάντλησε τα προηγούμενα χρόνια είναι σε ύφεση σήμερα χάρη στη ρύθμιση του χρέους που πετύχαμε, αλλά δεν είναι παντελώς απούσα» και πως «η βιωσιμότητα του χρέους που με πολλούς κόπους και θυσίες εξασφαλίστηκε, τα τελευταία χρόνια έχει υπονομευτεί». Είπε ακόμη ότι οι κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενώ προβλέπουν συνέχιση αναστολής της ρήτρας διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας και για το 2023, «συνιστούν πιο περιοριστικό πλαίσιο για την Ελλάδα και για χώρες με υψηλό χρέος» και πως «εισηγούνται για τη χώρα μας πλεονάσματα υψηλότερα από εκείνα που είχαν συμφωνηθεί κατά την έξοδο από τα μνημόνια».
Τόνισε ότι συνεπώς «η δημοσιονομική κυριαρχία, λοιπόν, πρέπει να διασφαλιστεί εκ νέου. Αλλά αυτή πρέπει να επιδιωχθεί πρωτίστως με την επιτάχυνση της ανάπτυξης και την δίκαιη και ισόρροπη κατανομή του οφέλους της και όχι με τη μεγιστοποίηση των πρωτογενών πλεονασμάτων». Υπογράμμισε ότι η χώρα πρέπει να διεκδικήσει στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ώστε να δοθεί περισσότερος χρόνος και πόροι για τη στήριξη της κοινωνικής συνοχής, με επέκταση της ρήτρας διαφυγής, με επέκταση και ανασχεδιασμό του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ο κ. Τσίπρας είπε καταληκτικά ότι «τα πράγματα είναι εξαιρετικά άσχημα, αλλά μπορούν να γίνουν και πολύ χειρότερα αν συνεχίσουμε στον ίδιο αδιέξοδο δρόμο» και πως «μια νέα αρχή για τη χώρα αποτελεί εθνική και κοινωνική ανάγκη».