Δεν θα υποχρεούνται πλέον να κάνουν τεστ για την είσοδο στη χώρα όσοι διαθέτουν ευρωπαϊκό πιστοποιητικό εμβολιασμού. Τη σχετική απόφαση ανακοίνωσε, μιλώντας στην ΕΡΤ, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης.
Το μέτρο θα τεθεί σε εφαρμογή από την ερχόμενη Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου.
Tι ισχύει για το ευρωπαϊκό πιστοποιητικό
Από την 1η Φεβρουαρίου 2022 ισχύουν νέοι κανόνες που θεσπίζουν δεσμευτική περίοδο αποδοχής 9 μηνών για τα πιστοποιητικά εμβολιασμού, τα οποία χρησιμοποιούνται για ταξίδια εντός της ΕΕ.
Τα κράτη μέλη πρέπει να αποδέχονται πιστοποιητικά εμβολιασμού για περίοδο 9 μηνών μετά τη χορήγηση της τελευταίας δόσης του βασικού εμβολιασμού. Για το εμβόλιο Johnson&Johnson, αυτό σημαίνει 270 ημέρες από την πρώτη και μοναδική δόση. Για ένα διδοσικό εμβόλιο, αυτό σημαίνει 270 ημέρες από τη δεύτερη δόση, ή, σύμφωνα με τη στρατηγική εμβολιασμού του κράτους μέλους εμβολιασμού, την πρώτη και μόνη δόση μετά από ανάρρωση από τον ιό.
Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να προβλέπουν διαφορετική περίοδο αποδοχής για τους σκοπούς του ταξιδιού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τυποποιημένη περίοδος αποδοχής δεν ισχύει για τα πιστοποιητικά για τις αναμνηστικές δόσεις.
Οι κανόνες ί ισχύουν μόνο για τα πιστοποιητικά εμβολιασμού που χρησιμοποιούνται για ταξίδια στην ΕΕ
Οι κανόνες αυτοί ισχύουν μόνο για τα πιστοποιητικά εμβολιασμού που χρησιμοποιούνται για ταξίδια στην ΕΕ. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν διαφορετικούς κανόνες για τη χρήση του ενωσιακού ψηφιακού πιστοποιητικού COVID σε εγχώριο πλαίσιο, αλλά καλούνται να ευθυγραμμιστούν με την περίοδο αποδοχής που ορίζεται σε επίπεδο ΕΕ.
Όταν κάποιος διαθέτει έγκυρο ψηφιακό πιστοποιητικό COVID της ΕΕ θα πρέπει καταρχήν να μην υπόκειται σε πρόσθετους περιορισμούς, όπως διαγνωστικές εξετάσεις ή καραντίνα, ανεξάρτητα από τον τόπο αναχώρησής του στην ΕΕ.
Όσοι δεν διαθέτουν ενωσιακό ψηφιακό πιστοποιητικό COVID θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν βάσει εξέτασης που θα διενεργείται είτε πριν είτε μετά την άφιξη. Επιπλέον, ενδέχεται να τους ζητηθεί να υποβληθούν σε καραντίνα/αυτοαπομόνωση κατά την άφιξη από ιδιαίτερα πληγείσες (σκούρες κόκκινες) περιοχές.
Τα μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία πρέπει να μην εισάγουν διακρίσεις και να είναι αναλογικά. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να αρνούνται την είσοδο σε πρόσωπα που ταξιδεύουν από άλλα κράτη μέλη.