Πανελλήνια συγκίνηση προκάλεσε ο θάνατος, χθες το βράδυ, του εμβληματικού ζωγράφου Αλέκου Φασιανού, του καλλιτέχνη που με τα χρώματα του απεικόνισε την σύγχρονη ελληνικότητα . Ο Αλέκος Φασιανός άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 87 ετών, στο σπίτι του, έχοντας στο πλευρό την οικογένεια του. Η ημερομηνία της κηδείας του δεν έχει ακόμα ανακοινωθεί.
Φόρο τιμής στο έργο και την προσωπικότητα του αποδίδουν, χιλιάδες άνθρωποι στα μέσα κοινωνικής Δικτύωσης και σύσσωμη η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου αποχαιρέτησε τον εμβληματικό ζωγράφο τονίζοντας. στην ανακοίνωση της ότι το έργο του «αποπνέει μια ιδιαίτερη αίσθηση της ελληνικότητας και καταφέρνει, με την αλήθεια του, να καταστήσει οικουμενικό το τοπικό, κατακτώντας τη διεθνή αναγνώριση».
Κυριάκος Μητσοτάκης: Σφράγισε για δεκαετίες μία αισθητική που γεννούσε γνήσιο και πλούσιο συναίσθημα.
«Η Ελλάδα δεν έχει πια μαζί της έναν μεγάλο καλλιτέχνη που χάρισε απλόχερα χρώμα στην καθημερινότητά της. Έναν ζωγράφο, αληθινό ποιητή. Όχι μόνο γιατί ο Αλέκος Φασιανός έγραφε ο ίδιος ποιήματα και πεζά. Αλλά κυρίως γιατί με τον χρωστήρα του ισορροπούσε πάντα ανάμεσα στον ρεαλισμό και την αφαίρεση. Στις απλές και τις ονειρικές στιγμές. Στην πραγματικότητα και τον μύθο.
Είχα την τιμή να τον γνωρίζω προσωπικά, όπως και την αγαπημένη του Μαρίζα. Στις περισσότερες δημιουργίες του πρωταγωνιστούσε ο άνθρωπος. Όπως και στη σκέψη του. Πριν από λίγο καιρό, άλλωστε, με αφορμή την πανδημία, μάς καλούσε να την αντιμετωπίσουμε με «αλληλεγγύη, αγάπη και Παιδεία». Και να απαντήσουμε στις δυσκολίες φέρνοντας οι ίδιοι «τον παράδεισο μέσα μας και στον χώρο μας». Ακριβώς όπως και εκείνος είχε επιλέξει να είναι λιτός, προσηνής, ευαίσθητος και υπεύθυνος.
Ο Αλέκος Φασιανός μάς αφήνει πολύτιμη κληρονομιά το έργο του στη ζωγραφική, στη σκηνογραφία, στην εικονογράφηση. Σε αυτό, όμως, δεν κατατάσσονται μόνο οι ελεύθερες φιγούρες και τα έντονα χρώματα που προσέφερε στο σύγχρονο πολιτισμό μας. Αλλά και ο δυναμισμός που έκρυβε ο γαλήνιος χαρακτήρας, η σωστή κρίση και η υποδειγματική συμπεριφορά του. Γιατί ως ζωγράφος ο Φασιανός έκανε ό,τι και ως άνθρωπος: εστιάζοντας στη μορφή, προσέγγιζε πάντα την ψυχή.
Μαζί με όλους τους Έλληνες αποχαιρετώ έναν φίλο. Και μοιράζομαι τη μεγάλη θλίψη με την σύζυγο, τα δύο παιδιά του και όλους τους δικούς του ανθρώπους».
Τσίπρας: Βαθιά ευγνωμοσύνη για την πολιτιστική κληρονομιά που αφήνει
Βαθιά ευγνωμοσύνη για την πολιτιστική κληρονομιά που αφήνει ο Αλέκος Φασιανός και συλλυπητήρια στους οικείους του εμβληματικού ζωγράφου εκφράζει ο Αλέξης Τσίπρας.
Σε ανάρτηση του στο Facebook ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αναφέρει: «Οι παρισινές γκαλερί και η βαθιά ελληνικότητα. Οι ζωγραφισμένοι τοίχοι στην Τζια του. Οι φιγούρες και οι ποδηλάτες του. Το μπλε και το κόκκινό του. Βαθιά ευγνωμοσύνη για την πολιτιστική κληρονομιά που μας αφήνει ο Αλέκος Φασιανός, θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του».
«Αποχαιρετούμε με θλίψη τον σπουδαίο και εμβληματικό ζωγράφο Αλέκο Φασιανό, που “μας έμαθε έναν καινούργιο τρόπο να αγαπάμε”, όπως εύστοχα είχε πει γι’ αυτόν ο κομμουνιστής ποιητής Λουί Αραγκόν. Ο Αλέκος Φασιανός με το ξεχωριστό ύφος και την απλότητα των γραμμών του έδωσε χρώμα και ποίηση στην καθημερινότητά μας. Οι ανθρώπινες φιγούρες του, οι κολυμβητές, οι ποδηλάτες, τα ερωτευμένα ζευγάρια, οι καπνιστές, οι άγγελοι αποπνέουν ένα βαθύ συναίσθημα και μια πλατιά αγάπη για τον άνθρωπο. Αποτελούν έκφραση του πλούσιου ψυχικού κόσμου ενός σεμνού, παρά τη φήμη και τη διεθνή αναγνώριση, καλλιτέχνη. “Όταν δεν ζωγραφίζω είμαι δυστυχής” συνήθιζε να λέει και αυτήν τη χαρά, τη συγκίνηση της δημιουργίας, που ξεπηδά αβίαστα μέσα από τις εικόνες του, τη νοιώθει καθένας που έρχεται σε επαφή με τη ζωγραφική του», αναφέρει, σε ανακοίνωσή του, το ΚΚΕ.
Ο Αλέκος Φασιανός, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Κυριακής, σε ηλικία 87 ετών, θα μπορούσε να θεωρηθεί επίγονος της γενιάς του ’30, επισήμαιναν οι επιμελήτριες μεγάλης αναδρομικής έκθεσης του ζωγράφου, που είχε τιτλοφορηθεί «Μυθολογίες του καθημερινού» και είχε οργανωθεί το 2004 στην Εθνική Πινακοθήκη.
Πυξίδα του έργου του: «ο κυρίαρχος μύθος της ‘ελληνικότητας’», της πίστης στις αιώνιες ελληνικές αξίες, «τις μόνες που, σύμφωνα με την ιδεολογία της περιώνυμης γενιάς, παρείχαν εχέγγυα αυθεντικότητας και ιθαγένειας στην δημιουργία ενός Έλληνα καλλιτέχνη. Τα παιδικά του χρόνια στην Πλάκα, στη σκιά της Ακρόπολης, η φιλόλογος μητέρα του και η θητεία του στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών πρέπει να λειτούργησαν σαν καταλύτες, επιταχύνοντας αυτό τον προσανατολισμό», παρατηρούσαν οι ιστορικοί τέχνης Έφη Αγαθονίκου και Άρτεμις Ζερβού στην αναδρομική έκθεση εκείνη.
Ο χρωματικός καμβάς του Φασιανού, οι ρίζες του στην παραδοσιακή τέχνη, έκαναν τον ζωγράφο λαοφιλή, ανυψώνοντας το εικαστικό του ιδίωμα σε εξέχουσα θέση.
Το όραμα του Αλέκου Φασιανού να στεγάσει το έργο του σε μουσείο στο πατρικό του σπίτι, στην περιοχή του σταθμού Λαρίσης, στη συμβολή των οδών Ν. Μεταξά και Χίου, έγινε πραγματικότητα «δια χειρός» του σπουδαίου αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου. Οι δυο φίλοι συνεργάστηκαν για την αναδημιουργία της αθηναϊκής πολυκατοικίας του ’70 και οι εργασίες ξεκίνησαν στις αρχές του ’90.Ολοκληρώθηκαν το 1995. Το κτίριο λειτούργησε ως χώρος-εκθετήριο έργων του καλλιτέχνη, όπου κατά καιρούς ο Αλέκος Φασιανός έδινε διαλέξεις. Η κόρη του ζωγράφου, Βικτώρια Φασιανού, δίνει νέα πνοή στο αρχιτεκτόνημα ώστε να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν το κτίριο και να εγκαινιαστεί εντός 2022.
Πέρα από τις τοιχογραφίες και τις εικαστικές παρεμβάσεις του Αλέκου Φασιανού στο κτίριο, το μουσείο έχει στόχο να παρουσιάσει σταδιακά όλες τις εικαστικές περιόδους του καλλιτέχνη, από το 1959 έως το 2019, στο σύνολο του έργου του και με τον τρόπο που αυτό εκφράστηκε σε όλους τους τομείς που καταπιάστηκε ο Αλέκος Φασιανός: θέατρο, εικονογράφηση βιβλίων, κεραμεική τέχνη…
Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1955-1960) με τον Γιάννη Μόραλη. Λίγο μετά την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (1960, γκαλερί Α23), πήγε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην Ecole des Βeaux-Αrts, κοντά στους Clairin και Dayez (1962-64). Τελικά εγκαταστάθηκε πιο μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου έζησε επί 35 χρόνια, κρατώντας πάντως μια στενή και τακτική σχέση με την Ελλάδα.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του διαμορφώθηκαν βαθμιαία, στη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι, όπου είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί, μεταξύ άλλων, με τις μοντέρνες τάσεις της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του, δεν συντάχθηκε εμφανώς με τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής. Παρέμεινε πιστός στην παραστατική ζωγραφική και στις ελληνικές καταβολές του, διατηρώντας μέχρι τέλους το σεβασμό του για κάποια διδάγματα της γενιάς του 30, την αγάπη του για την ελληνική τέχνη (αρχαία, βυζαντινή, λαϊκή), και τους ισχυρούς δεσμούς του με τη βιωμένη εμπειρία του ελληνικού χώρου.
Στα θέματά του κυριαρχεί η ανθρώπινη φιγούρα, η οποία αποδίδεται αρχικά με μια ηθελημένη απλοϊκότητα, αλλά με τον καιρό εξελίσσεται και αποκτά μια κυρίαρχη παρουσία στο χώρο. Σχεδιάζεται σχηματοποιημένα, με λιτά και καθαρά περιγράμματα, σε συνθέσεις επίπεδες με ελάχιστη φωτοσκίαση. Συχνά το χρώμα απλώνεται έντονο και εννιαίο σε όλη την επιφάνεια της μορφής, δίνοντας μια εντυπωσιακή μνημειακότητα στην εικόνα, η οποία λειτουργεί κυρίως ποιητικά και όχι ρεαλιστικά. Τα μοτίβα που κατά καιρούς εμφανίζονται στη ζωγραφική του, τόσο τα καθαρώς ανθρωποκεντρικά (ποδηλάτες, καπνιστές, ερωτικά ζευγάρια, κ.ά) όσο και εκείνα που περιγράφουν αντικείμενα ή χώρους, προέρχονται καταρχήν από μια οικεία καθημερινότητα, η οποία όμως παίρνει μια μυθική διάσταση, ιδίως όταν υπάρχουν και άμεσες αναφορές σε πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας.
Έχει ασχοληθεί με την εικονογράφηση βιβλίων γνωστών ποιητών και συγγραφέων στην Ελλάδα και τη Γαλλία (των Ελύτη, Ταχτσή, Καβάφη, Aragon, Apollinaire κ.ά.). Έχει επίσης σχεδιάσει αφίσες και γραμματόσημα. Ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και άλλους θιάσους, σε παραστάσεις αρχαίου δράματος και σύγχρονων έργων. Επίσης έχει εκδόσει δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Το 2000 φιλοτέχνησε έργα για το Σταθμό Μεταξουργείο του αθηναϊκού Μετρό. Έχουν γυριστεί τέσσερις ταινίες για το έργο του, από την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν αρκετές μονογραφίες του. Το 1999 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και το 2010 τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση με το παράσημο της Legion d’Honneur (Officier des Lettres et des Arts).
Παρουσίασε το έργο του σε περισσότερες από 70 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Η τελευταία αναδρομική του έκθεση έγινε στην Εθνική Πινακοθήκη (2004), με τίτλο Φασιανός, Μυθολογίες του καθημερινού. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και διεθνείς διοργανώσεις στην Ελλάδα και σε άλλα μέρη του κόσμου (Μπιενάλε Sao Paulo 1971, Μπιενάλε Βενετίας 1972, Ευρωπάλια, Βρυξέλλες 1982, Μπιενάλε Γραφιστικής Μπάντεν – Μπάντεν 1985, κ. ά.).
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ