Εντείνεται η ανησυχία της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για την αύξηση των κρουσμάτων στις επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας, όπως επισήμανε ο καθηγητής Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, Αλκιβιάδης Βατόπουλος.
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ο κ. Βατόπουλος, υπογράμμισε, πως «το πρόβλημα έχει μετατοπιστεί στην επαρχία» και δεν απέκλεισε το γεγονός κατά τη σταδιαρκή άρση των περιοριστικών μέτρων, κάποιες περιοχές να είναι σε lockdown και κάποιες άλλες όχι, περιγράφοντας ένα lockdown «δύο ταχυτήτων», όπως το περιέγραψε.
Τοπικά lockdown
«Ο δείκτης R έχει αρχίσει να είναι κάτω από τη μονάδα σε Αθήνα και ίσως Θεσσαλονίκη, αλλά είναι πάνω από 1 σε ορισμένες επαρχιακές πόλεις κυρίως της Κεντρικής και της Βορείου Ελλάδας. Το πρόβλημα έχει αρχίσει να μετατοπίζεται προς την επαρχία. Οι κάτοικοι μιας μικρής πόλης ή ενός χωριού δεν πρέπει να νομίζουν ότι δεν τους αφορά το θέμα. Είναι εξαιρετικά εύκολο ξαφνικά μια περιοχή που δεν είχε κρούσματα να αποκτήσει. Ένα σενάριο που μπορεί να ισχύσει είναι σε κάποιες περιοχές να έχουμε lockdown και σε κάποιες όχι», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στόχος τα τριψήφια κρούσματα
Όπως σημείωσε επιδίωξη της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων είναι στις 7 Δεκεμβρίου, οπότε και θα αρχίσει το άνοιγμα της αγοράς, είναι να έχουν περιοριστεί τα κρούσματα σε τριψήφιο αριθμό. «Εφόσον τηρούνται τα μέτρα και οι επαφές μεταξύ των ατόμων ελαττώνονται, λογικά θα μειωθούν και τα κρούσματα. Απλώς δεν είμαι σίγουρος ότι η καραντίνα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, εφαρμόζεται και στις μικρές πόλεις», επισήμανε ο κ. Βατόπουλος, ενώ εκτίμησε ότι τα χειρότερα πέρασαν και «πιστεύω ότι πλέον θα είμαστε σε ύφεση, απλώς ακόμα έχουμε μια ασταθή κατάσταση σε διάφορες περιοχές».
Συνεχίζεται η πίεση στο ΕΣΥ
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, η πίεση στο σύστημα υγείας θα κρατήσεις σίγουρα 1-2 εβδομάδες ακόμα. «Τα βαριά περιστατικά θα εξακολουθήσουν, γιατί υπάρχουν ασθενείς που νόσησαν πριν 10-15 μέρες. Ας μην κοιτάμε ακόμα τις διασωληνώσεις και τους νεκρούς, αλλά τα κρούσματα και την εξάπλωσή του σε όλη την Ελλάδα», πρόσθεσε τονίζοντας ότι ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων μπορεί να είναι και πενταπλάσιος από αυτόν που καταγράφεται, καθώς κάποιοι ασθενείς μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί ή να μην υποβάλλονται σε τεστ.