Δυο – τρία χαρτόκουτα από πανάκριβες led τηλεοράσεις, μια τριπλή στρώση κουβέρτες και παπλώματα, ένα πλαστικό ποτηράκι με ελάχιστα κέρματα στον πάτο του, δυο τυλιγμένοι μουσαμάδες, ένα μπιτόνι με νερό, μια πλαστική σακούλα σουπερμάρκετ με στεγνά ρούχα, ένας ετοιμόρροπος περπατητής και ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο όχι ψηλότερο από 50 εκατοστά…
Στο διάστημα αυτό έχει δει εκατοντάδες πορείες, συγκρούσεις ΜΑΤ με διαδηλωτές, προεκλογικές συγκεντρώσεις τοπικών και εθνικών αρχόντων, ζευγάρια να βαδίζουν χέρι χέρι απομονωμένα στον μικρόκοσμο του έρωτά τους, τουρίστες με χάρτες και μπουκάλια νερού υπό μάλης να ψάχνουν την παλιά Βουλή, μεθυσμένους να φεύγουν από τα νυχτερινά μαγαζιά της στοάς στον αριθμό 7, χιλιάδες αυτοκίνητα με εξοργισμένους οδηγούς να τσακώνονται, να καταριούνται ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί το κυκλοφοριακό, οικογένειες φορτωμένες με ψώνια και μικρά παιδιά να ζητούν επιτακτικά κι άλλα από τους σαστισμένους γονείς που μόλις κατέβαλαν το δώρο Χριστουγέννων στους γκισέδες στολισμένων πολυκαταστημάτων.
Στόλισε το δέντρο
Ο ίδιος έχει μάθει στα λίγα. Το πλαστικό ελατάκι που στολίζει κάθε χρόνο στο πεζοδρόμιο τον έχει κάνει – χωρίς να το αποζητήσει – γνωστό, αφού η αντιφατική εικόνα του στολισμένου δέντρου πλάι στα δύο τετραγωνικά ενός – άγνωστου αστέγου ήταν «γροθιά στο στομάχι», όπως ανέφερε με στόμφο η λεζάντα που συνόδευε μια εξ αυτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Από αυτές τις γροθιές που γρήγορα ξεπερνάμε τον όποιο πόνο τους με ένα scroll down από το τάμπλετ ή το κινητό, βέβαια.
Πέρυσι τέτοιες μέρες, ο Χρήστος κατήγγειλε με σπαρακτικό παράπονο ότι κάποιος δημοτικός υπάλληλος – χωρίς προφανή αιτία – πέταξε το δεντράκι του.
Απόρησε με την κακία που κρύβουν κάποιοι στις ψυχές τους. Κακία που δεν απαλύνεται ούτε αυτές, τις κατ’ ευφημισμό, ημέρες αγάπης. Πείσμωσε, βρήκε ένα καινούργιο και το αντικατέστησε. Φαίνεται στη δική του ψυχή το πνεύμα των Χριστουγέννων έχει ακόμα θέση, παρά τη σκληρότητα των κανονικών, των στεγασμένων, των νοικοκυραίων που τον περιβάλλουν καθημερινά.
Στα 450 μέτρα της στολισμένης Σταδίου (από την Πεσμαζόγλου έως την Αμερικής), ζουν σήμερα περίπου 10-15 άστεγοι διαφόρων ηλικιών. Αλλοι σε δυάδες ή τριάδες και άλλοι εντελώς μόνοι, τα βράδια ζαρώνουν από το κρύο στα σκεπάσματα που βρήκαν ή τους χάρισαν, διαβάζουν με λαχτάρα ό,τι πέσει στα χέρια τους, τρώνε, συζητούν, αλλά κυρίως παρατηρούν την απρόσωπη πόλη και μετά τη ζωγραφίζουν.
Οπως ο Χρήστος, που μοιράζει τις εικόνες που δημιουργεί στους περαστικούς. Παραμένουν εκεί λόγω της ασφάλειας που τους προσφέρουν τα φώτα, αλλά και η συνεχής κίνηση, εξηγούν στα «ΝΕΑ», όμως φοβούνται ότι η… ανάπτυξη θα τους αναγκάσει σύντομα να φύγουν, να στοιβαχτούν σε κάποιο γκρέμι, για να μη θρυμματίζουν το τουριστικό προσωπείο της σύγχρονης μητρόπολης.
Είδη πρώτης ανάγκης
Πού και πού, κοντά σε κάδους ή στάσεις βρίσκουν τσάντες με ρούχα, παπούτσια, σεντόνια, μαξιλάρια, υπνόσακους και άλλα είδη πρώτης ανάγκης που τους προσφέρουν ανώνυμοι συμπολίτες τους. Παραδοσιακά, αυτές τις μέρες, λένε, τους θυμούνται ολοένα και περισσότεροι. Μέχρι και μελομακάρονα, δίπλες, κουραμπιέδες ή κονιάκ τους έχουν φιλέψει, ενώ – ευτυχώς – υπάρχουν και εκείνοι που τους πηγαίνουν ένα πιάτο ζεστό σπιτικό φαγητό, εμφιαλωμένο νερό και φάρμακα σχεδόν σε ημερήσια βάση. Ευτυχώς, γιατί ως κάποιον βαθμό σώζουν την τιμή και των υπολοίπων που περνώντας δίπλα τούς κοιτάμε αλλά δεν βλέπουμε.
Και κάπως έτσι, με εκκωφαντική σιωπή, κυλούν για αυτή τη χούφτα των «αόρατων» οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και τελικά τα χρόνια. Δίπλα στις μαθήτριες που σχολάνε από το ωδείο και στις φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου, που έγραφε στο (αφιερωμένο στον Μ. Καραγάτση) ποίημά του «Black and White» ο Νίκος Καββαδίας.
πηγή: in.gr