Ένα θρίλερ με πρωταγωνιστή Έλληνα εκτυλίσσεται στο Κονέκτικαν των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εν διαστάσει σύζυγος του Φώτη Ντούλου,Τζένιφερ έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς.Οι Αρχές κάνουν λόγο για φόνο. Την ίδια ώρα, φίλοι και γνωστοί του άνδρα δεν μπορούν να πιστέψουν αυτά για τα οποία τον κατηγορούν.
Την Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου, στις 14.36 η αστυνομία συνέλαβε τον Φώτη Ντούλο στο σπίτι του στο Κονέκτικατ των Ηνωμένων Πολιτειών. Ηταν η δεύτερη φoρά από την ημέρα που η εν διαστάσει σύζυγός του Τζένιφερ εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Και μπορεί εκείνη να μην έχει ακόμη βρεθεί και το δικαστήριο τελικά να τον άφησε ξανά ελεύθερο με εγγύηση μισού εκατομμυρίου δολαρίων, ο ανακριτής όμως θεωρεί πλέον βέβαιο πως η Τζένιφερ είναι νεκρή.
Στο 38σέλιδο ένταλμα σύλληψης που έχει στη διάθεσή της η «Κ» έχουν συμπεριληφθεί όλα τα στοιχεία της τετράμηνης έρευνας της αστυνομίας, κάποια από αυτά εξαιρετικά επιβαρυντικά για τον Ντούλο.
Πίσω στην Αθήνα, οι δικοί του, η παρέα του, ακόμη δεν μπορούν να πιστέψουν τα όσα διαβάζουν στα αμερικανικά μέσα για την υπόθεση. Ανθρωποι που τον γνωρίζουν χρόνια, συνεχίζουν να μιλούν με αγάπη και μεγάλη έγνοια για έναν άνδρα που τον περιγράφουν πάντα ήρεμο και ευγενικό, επιτυχημένο επαγγελματία και στοργικό πατέρα. Η «Καθημερινή» ξετυλίγει την ιστορία του από τα θρανία του Κολλεγίου Αθηνών και τον Ναυτικό Ομιλο της Βουλιαγμένης μέχρι τη σύλληψή του την περασμένη εβδομάδα.
Στη Βουλιαγμένη
Ο Ντούλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί με τους γονείς του και τη μεγαλύτερη αδελφή του μετακόμισαν έπειτα από μερικά χρόνια στην Ελλάδα. Εμεναν στο κέντρο και κάθε Σαββατοκύριακο κατέβαιναν στη Βουλιαγμένη. Εκεί, γύρω στα 10 του, δοκίμασε για πρώτη φορά θαλάσσιο σκι, του άρεσε και φαίνεται πως είχε κλίση στο άθλημα.
Απίστευτα πειθαρχημένος (για χρόνια ξυπνούσε χαράματα για να προπονηθεί) γρήγορα ξεχώρισε. Οχι μόνο για τις διακρίσεις που έλαβε (μεταξύ άλλων βαλκανιονίκης παίδων και εφήβων) αλλά γιατί πάντα χαμογελούσε. «Ακόμα και όταν έχανε σε κάποιο αγώνα, ποτέ δεν θα τον έβλεπες θυμωμένο ή να κάνει φασαρία για μια βαθμολογία που θεωρούσε πως τον αδικεί», θυμάται ο Δήμος Αλεξόπουλος που ήταν κριτής σε αγώνες στους οποίους είχε συμμετάσχει ο Ντούλος ως ενήλικας.
Στο Κολλέγιο ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους συμμαθητές του (ήταν στην ίδια χρονιά με τον Κυριάκο Μητσοτάκη), πρόεδρος του αθλητικού συνδέσμου του σχολείου αλλά και άριστος μαθητής. Στο σχολικό λεύκωμα, οι συμμαθητές του έγραφαν για ένα «παιδί που έκανε έντονη την παρουσία του με το αιώνιο πείραγμά του συνοδευόμενο από το γνωστό πονηρό χαμόγελο». Καρδιοκατακτητής με «σπιρτόζο πνεύμα» ήταν σίγουροι, του έγραφαν, πως θα διέπρεπε σε ό,τι έκανε. Και πράγματι, ο Ντούλος μετά τις σπουδές του (εφαρμοσμένα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο Brown και MBA από το Columbia) εργάστηκε σε μεγάλη εταιρεία στη Νέα Υόρκη.
Το 2003 συνάντησε ξανά και ερωτεύτηκε μια παλιά του συμφοιτήτρια, την Τζένιφερ Φάρμπερ, μια όμορφη γυναίκα από πολύ πλούσια οικογένεια. Μέσα σε λίγους μήνες παντρεύτηκαν και οι καλεσμένοι τους θυμούνται ένα εντυπωσιακά όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι. Την ίδια χρονιά, ο Ντούλος θα ιδρύσει μια κατασκευαστική εταιρεία με την οικονομική στήριξη του πεθερού του. Οι γονείς του θα μετακομίσουν μόνιμα στην Αμερική για να είναι κοντά του και η αδελφή του, αρχιτέκτων, θα τον βοηθήσει στον σχεδιασμό των εντυπωσιακών σπιτιών που αναλαμβάνει να κατασκευάσει.
Στις αρχές του 2012 ολοκληρώθηκε και η κατασκευή του δικού τους σπιτιού 1.500 τ.μ. όπου μετακόμισαν ως επταμελής οικογένεια (με πέντε παιδιά, μία γάτα και έναν σκύλο). «Ανάμεσα σε κούτες, φάγαμε πίτσα και κοιμηθήκαμε και οι επτά μαζί στο ίδιο κρεβάτι», είχε γράψει σε ένα μπλογκ που διατηρούσε η Τζένιφερ. Για περίπου τέσσερα χρόνια κατέγραψε εκατοντάδες απλές στιγμές οικογενειακής ευτυχίας. Με χιούμορ και τρυφερότητα έγραφε συχνά για τον σύζυγό της «που του άρεσε να κοιμούνται αγκαλιά, διοργάνωνε εκδρομές και τα καλύτερα πάρτι-έκπληξη για τη Γιορτή της Μητέρας».
Τα μαθήματα του σκι στα παιδιά του
Η οικογένεια με κάθε ευκαιρία ερχόταν στην Ελλάδα –πολλές φορές και χωρίς την Τζένιφερ– για διακοπές ή κάποιο αγώνα του σκι. Ολοι θαύμαζαν το απίστευτο δέσιμο που είχε με τα παιδιά του, το πόσο τα φρόντιζε και τη χαρά του που και εκείνα είχαν λατρέψει το θαλάσσιο σκι. Ηταν τόσο μεγάλη η αγάπη του Ντούλου για το άθλημα αλλά και την πατρίδα του, που το 2014 ζήτησε από τον Ελληνα προπονητή του να μετακομίσει για κάποιους μήνες σπίτι τους στο Κονέκτικατ. Το όφελος, είχε σκεφτεί, θα ήταν διπλό. Τα παιδιά θα έκαναν καθημερινή προπόνηση και θα εξασκούσαν και τα ελληνικά τους. Το ίδιο έγινε και το επόμενο καλοκαίρι. Η εικόνα που είχε μεταφέρει ο προπονητής σε κοινούς τους φίλους όταν επέστρεψε στην Ελλάδα ήταν πως ο Φώτης είχε μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Η τελευταία χριστουγεννιάτικη κάρτα που έλαβαν οι φίλοι τους στην Ελλάδα ήρθε τον Δεκέμβριο του ’16. Στην παραδοσιακή φωτογραφία όλη η οικογένεια χαμογελά, αλλά στην πραγματικότητα τα προβλήματα έχουν ξεκινήσει από τον προηγούμενο Μάρτιο. Η αφορμή είναι μια εξωσυζυγική σχέση του Φώτη. Το ζευγάρι αποφασίζει να χωρίσει, η διαδικασία όμως που θα ξεκινήσει για την επιμέλεια των παιδιών εξελίσσεται σε κανονικό πόλεμο. Στο δικαστήριο εκείνη ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, πως ο Ντούλος ήταν βίαιος και ανάγκαζε τα παιδιά να κάνουν θαλάσσιο σκι παρά τη θέλησή τους, εκείνος τη διαψεύδει κατηγορώντας την πως είναι ασταθής και επικίνδυνη. Για ένα διάστημα σχεδόν του απαγόρευαν να δει τα παιδιά, ενώ η οικογένειά της διεκδικούσε δικαστικά τα χρήματα (2,5 εκατ. δολάρια) που του είχαν δώσει στα πρώτα του επιχειρηματικά βήματα.
Πέρυσι το καλοκαίρι στα πεντηκοστά του γενέθλια έστειλε στους φίλους του το εξής μήνυμα: «Σας ευχαριστώ για τις ευχές. Αρχικά δεν ήθελα να γιορτάσω τα γενέθλιά μου. Κυρίως γιατί περνάμε μια δύσκολη περίοδο στην οικογένειά μου. (…) Αλλά η ζωή είναι σαν ένα μωσαϊκό από εικόνες. Κάποιες καλές και άλλες όχι τόσο. Ολες μαζί όμως συνθέτουν το ποιοι είμαστε. Ανυπομονώ για όσα πρόκειται να ζήσω μαζί σας και με τα παιδιά μου στο μέλλον και ανυπομονώ να είμαι με τον άνθρωπο που μου δίνει χαρά και με κάνει να νιώθω γεμάτος».
Τα επιβαρυντικά στοιχεία και η «μεταστροφή» της συντρόφου του
Το πρωί της 24ης Μαΐου 2019 η Τζένιφερ ξύπνησε όπως συνήθιζε πολύ νωρίς. Το ανδρόγυνο ζούσε ήδη χώρια σχεδόν δύο χρόνια και η ένταση γύρω από το διαζύγιο έμοιαζε να έχει κάπως κοπάσει – αυτό τουλάχιστον είχε πει σε κάποιους φίλους του στην Ελλάδα. Πλέον, με δικαστική απόφαση, έβλεπε λίγο συχνότερα τα παιδιά. Εκείνη την ημέρα, τα παιδιά ετοιμάστηκαν και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Τα άφησε στο σχολείο και ξεκίνησε για το σπίτι της. Στις 8.05 το πρωί μια κάμερα ασφαλείας θα καταγράψει το αυτοκίνητο με εκείνη οδηγό. «Θεωρούμε πως αυτή είναι η τελευταία φωτογραφία της Τζένιφερ ζωντανής» γράφει ο ανακριτής στο ένταλμα σύλληψης. «Εκείνη την ώρα ο Ντούλος παραμονεύει κάπου εκεί κοντά», σημειώνουν.
Η Τζένιφερ είχε δύο προγραμματισμένα ιατρικά ραντεβού στη Νέα Υόρκη εκείνη την ημέρα. Οταν δεν εμφανίζεται και δεν απαντά στο τηλέφωνο οι δικοί της θα ανησυχήσουν και θα καλέσουν την αστυνομία. Μπαίνουν στο σπίτι της, δεν τη βρίσκουν πουθενά αλλά στο γκαράζ εντοπίζουν κάτι που μοιάζει με λεκέδες από αίμα. Η πρώτη αίσθηση είναι πως κάποιος έχει προσπαθήσει να καθαρίσει το σημείο. Το επόμενο πρωί βρίσκουν το αυτοκίνητό της εγκαταλελειμμένο πέντε χιλιόμετρα μακριά. Καλούν τον Ντούλο στο αστυνομικό τμήμα, εκείνος προσέρχεται, αλλά ο δικηγόρος του ξαφνικά αλλάζει γνώμη και τον συμβουλεύει να αποχωρήσουν. Εκείνοι προλαβαίνουν να κατάσχουν το κινητό του και ξεκινούν την έρευνα.
Εξετάζοντας το σήμα που εξέπεμπε το κινητό του το απόγευμα της εξαφάνισης προσδιορίζουν το πού είχε κινηθεί. Αναλύοντας όλες τις κάμερες ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή εντοπίζουν ένα κόκκινο αγροτικό αυτοκίνητο που ανήκει σε υπάλληλο της εταιρείας του Ντούλου. Διακρίνουν, όμως, τον ίδιο στη θέση του οδηγού, κάνει διάφορες στάσεις πετώντας σακούλες στα σκουπίδια και ένα χάρτινο λεπτό κουτί σε έναν υπόνομο. Συνοδηγός στο αυτοκίνητο είναι η επί δύο χρόνια πλέον σύντροφός του. Οι αστυνόμοι θα βρουν αργότερα στον υπόνομο παραποιημένες πινακίδες αυτοκινήτου και στα σκουπίδια ένα σφουγγάρι και κάποια υφάσματα με αίμα της Τζένιφερ. Με αυτά τα στοιχεία τον συλλαμβάνουν στις αρχές Ιουνίου για παραποίηση αποδεικτικών στοιχείων και παρακώλυση της Δικαιοσύνης. Αφήνεται όμως ελεύθερος με εγγύηση.
Ο κολλητός του φίλος στην Ελλάδα με το που το μαθαίνει μπαίνει σε ένα αεροπλάνο και ταξιδεύει για να είναι κοντά του. Ολοι πίσω στην Αθήνα αδυνατούν να πιστέψουν το τι έχει συμβεί ή το πώς τον παρουσιάζουν τα αμερικανικά μέσα που έχουν ανακαλύψει τα έγγραφα του διαζυγίου. Του στέλνουν συνεχώς μηνύματα συμπαράστασης και εκείνος ψύχραιμος τους λέει πως πρόκειται για μια περιπέτεια που όμως σύντομα θα ξεκαθαρίσει. Πιστεύει, τους λέει, πως η Τζένιφερ είναι ζωντανή, πως ίσως η ίδια είχε σκηνοθετήσει την εξαφάνισή της για να τον εκδικηθεί.
«Σενάριο για άλλοθι»
Οι έρευνες συνεχίζονται εντατικά. Η αστυνομία ψάχνει εξονυχιστικά τη μονάδα όπου καταλήγουν τα σκουπίδια της περιοχής, στη λίμνη που έκαναν σκι τα παιδιά. Στο γραφείο του θα βρουν ένα χαρτί με ένα αναλυτικό πρόγραμμα της ημέρας της εξαφάνισης. Ο ανακριτής όμως δεν πείθεται. Το ονομάζει «σενάριο για άλλοθι» και καταλήγει πως τίποτα από ό,τι έχει γράψει δεν επιβεβαιώνεται. Ανακαλύπτουν επίσης πως ο Ντούλος δύο ημέρες μετά την εξαφάνιση είχε πάει το αγροτικό αυτοκίνητο σε ειδικό καθαριστήριο και είχε ζητήσει επίμονα από τον υπάλληλο της εταιρείας του να αντικαταστήσει τα καθίσματα. Εκείνος το έκανε, αλλά καχύποπτος από την επιμονή του δεν τα πέταξε ποτέ. Τα παρέδωσε στην αστυνομία και σε αυτά, οι εργαστηριακές εξετάσεις βρήκαν το αίμα και το DNA της Τζένιφερ.
Στις 13 Αυγούστου, στην τρίτη ανάκριση της συντρόφου του, εκείνη μοιάζει να στρέφεται εναντίον του. Θα παραδεχθεί πως είχε πει ψέματα για το πού βρισκόταν ο Ντούλος το πρωινό της εξαφάνισης και όταν οι ανακριτές την πιέζουν να τους εξηγήσει γιατί είχαν πάει το αγροτικό αυτοκίνητο για πλύσιμο εκείνη απαντά: «Προφανώς όλα δείχνουν… μου δείξατε τη φωτογραφία με το αίμα στην πόρτα του αυτοκινήτου… κάποια στιγμή το πτώμα της Τζένιφερ θα είχε τοποθετηθεί εκεί».
O δικηγόρος του Ντούλου δήλωσε στους δημοσιογράφους πως ο πελάτης του θα δηλώσει αθώος ενώπιον του δικαστηρίου. Ξέρει, άλλωστε, πως δεν είναι εύκολο να απαγγελθούν κατηγορίες για φόνο χωρίς να υπάρχει πτώμα. Την περασμένη εβδομάδα, πάντως, ο Ντούλος βγαίνοντας έξω από το αστυνομικό τμήμα, έμοιαζε ήρεμος. Χαμογελώντας ευγενικά στους δημοσιογράφους δέχθηκε να κάνει μια γρήγορη δήλωση: «Είναι μια εξαντλητική μάχη. Αγαπώ τα παιδιά μου. Μόνο αυτό μπορώ να πω». Είχε μόλις καταβάλει για δεύτερη φορά εγγύηση μισού εκατομμυρίου και επέστρεφε στο σπίτι του.