Στην ανηφόρα προς το Λύρειο Ίδρυμα, το τοπίο και από τις δύο πλευρές του δρόμου είναι σχεδόν… σεληνιακό. Εδώ η φύση δεν αντέδρασε ακόμα, αφού η φωτιά σάρωσε με μανία την πλαγιά. Ήταν άλλωστε η περιοχή απ’ όπου ξεκίνησε η καταστροφική πυρκαγιά πριν παρασύρει στο διάβα της πάνω από 100 ψυχές, στο ειδυλλιακό άλλοτε Μάτι.
Στο Λύρειο Ίδρυμα το κεντρικό κτίριο όπου έμεναν άπορες γυναίκες αλλά βρίσκονταν και τα κελιά των μοναχών χάσκει ακόμα κατεστραμμένο μέσα στα ξερά χόρτα. «Μόνο τα σπίτια των παιδιών έχουν ξεκινήσει να κατασκευάζονται με ιδιωτική πρωτοβουλία», μας λέει ένας υπάλληλος.
Στον Νέο Βουτζά, από κάθε γειτονιά ξεπηδούν καμένα σπίτια εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους που σε κάποιες περιπτώσεις χάθηκαν κι αυτοί στις φλόγες. Οσο κατεβαίνουμε προς το Μάτι υπάρχουν ακόμα πράσινες περιοχές, καθώς η φωτιά πέρασε σαν κύμα και δεν ακούμπησε όλες τις γειτονιές.
Στην παραλία οι επιχειρήσεις μαραζώνουν, καθώς πρώτα οι αρμόδιες Αρχές και μετά οι τουρίστες τούς γύρισαν την πλάτη. «Το Μάτι είναι πλέον μια… νεκρόπολη», λέει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο Γιώργος Παππάς, ιδιοκτήτης ξενοδοχείου στον παραλιακό δρόμο.
«Για τις επισκευές ξοδέψαμε κοντά στις 80.000 ευρώ, ενώ μόνο από ακυρώσεις τις πρώτες εβδομάδες μετά τη φωτιά είχαμε ζημιές 100.000 ευρώ. Η Περιφέρεια Αττικής υποσχέθηκε να μας στηρίξει με αποζημιώσεις αλλά δεν είδαμε ούτε ένα ευρώ», λέει ο κ. Παππάς. Η κίνηση, όπως εξηγεί, είναι φέτος μειωμένη και πολλοί από τους τουρίστες μένουν στο Μάτι μόνο ένα βράδυ, καθώς έρχονται από το αεροδρόμιο και κατευθύνονται προς τα νησιά.
«Δεν έχουμε πλέον τουρίστες long stay. Πώς να μείνουν εδώ; Τι να δουν;», λέει ο νεαρός ξενοδόχος προσθέτοντας: «Πιο σοβαρό ζήτημα και από τις αποζημιώσεις είναι η ανοικοδόμηση της περιοχής. Αν ζωντανέψει η περιοχή, θα ζωντανέψουν και οι επιχειρήσεις, αλλιώς δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Ούτε οι Έλληνες τουρίστες ήρθαν να μας στηρίξουν, περιμέναμε περισσότερες αφίξεις. Αντίθετα, οι ξένοι ξανάρχονται. Σήμερα ήρθαν δύο Ολλανδοί που προστατεύτηκαν εδώ την ώρα της φωτιάς και μας έφεραν μια γλάστρα για να μας ευχαριστήσουν που τους σώσαμε τη ζωή».
Βαρύ το «κατηγορώ» στην Πολιτεία και από τον Λάζαρο Δημόπουλο, που έχει καφέ-εστιατόριο, στην οδό Κυανής Ακτής. «Τη μέρα της φωτιάς έμεινα πίσω να σώσω το μαγαζί. Έβλεπα τις φλόγες να πλησιάζουν, έκλαιγα κι έλεγα τελειώσαμε. Πάθαμε μεγάλη καταστροφή, πετάξαμε τρόφιμα μεγάλης αξίας αλλά ανοίξαμε από τους πρώτους, με γεννήτρια και βοηθούσαμε όποιον μπορούσαμε. Την αποζημίωση που μας υποσχέθηκε η περιφέρεια ακόμα την περιμένουμε. Καμία βοήθεια».
Προς τη θάλασσα έτρεξε να σωθεί με το παιδί τους η σύζυγός του Εύη. «Μας κυνηγούσαν οι φλόγες κι ένιωθα ότι μας κυνηγάει ο θάνατος. Το παιδί μου έλεγε “Μαμά, δεν θέλω να πεθάνουμε”. Oταν πέρασε η φωτιά και γυρίσαμε πίσω, ήταν σαν να βλέπαμε ταινίας καταστροφής», λέει η Εύη Δημοπούλου.
Στο τραπέζι προστίθεται ο συνταξιούχος Χρήστος Βλαβιανός, που αναμετρήθηκε κι αυτός με τη φωτιά για να σώσει το σπίτι του. «Δεν είμαι τόσο παλικάρι αλλά έμεινα και κυνηγούσα τις μικρές φλόγες να μη φουντώσουν. Οι ιθύνοντες δεν είχαν ιδέα τι έπρεπε να κάνουν, έτσι κάηκε ο κόσμος. Το Μάτι θέλει 40 χρόνια να γίνει όπως ήταν πριν», σημειώνει.
Λίγο πιο κάτω, στις κατασκηνώσεις του Στρατού και τις Αεροπορίας φιλοξενούνται ακόμα περίπου 190 πυροπαθείς που έχασαν τα σπίτια τους και τρώνε από τα συσσίτια των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι αξιωματικοί χρησιμοποιούν τις κατασκηνώσεις λιγότερες ημέρες για τις διακοπές τους, με απόλυτη κατανόηση για τους ανθρώπους που έχασαν τα πάντα.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος