Ήταν 3 Μαΐου 2011 όταν ο Θανάσης Βέγγος άρχισε να τρέχει με τον δικό του τρόπο στα ουράνια – κανείς δεν μπορούσε να τον φτάσει στη Γη, κανείς δεν θα μπορεί κι εκεί ψηλά.
Ήταν οκτώ χρόνια πριν, τα οποία πέρασαν σαν νεράκι από τις ζωές μας, όπως εκείνη την ημέρα που μαθαίναμε ότι ο Θανάσης Βέγγος πέθανε και έτρεχαν ποτάμια στους δρόμους λόγω μιας καταιγίδας, έτρεχαν ποτάμια κι από τα μάτια μας. Αυτός ο άνθρωπος που μας έδωσε τόσο γέλιο, μας έκανε για μια μέρα να κλάψουμε για εκείνον, να δακρύσουμε για τις στιγμές γέλιου που μας χάρισε. Ήταν εκείνη η μέρα που συνειδητοποιήσαμε ότι άλλο ένα κομμάτι της νιότης χανόταν μαζί του.
Έμαθα ότι ο «φαλακρός πράκτωρ» ξεκινούσε μια επικίνδυνη αποστολή δίχως γυρισμό ακριβώς την ημέρα που είχα ένα interview -που λέμε στο χωριό- για μια δουλειά. Έφτασα εκεί συντετριμμένος, ο υπεύθυνος εξήγησε τι ήθελε από εμένα και κατέληξε την πρότασή του λέγοντας πόσα χρήματα έχει υπολογίσει να παίρνω ως μισθό. Εκεί αυθόρμητα γέλασα και συνειδητοποίησα, για άλλη μια φορά, ότι υπάρχουν και χειρότερα από τον μισθό που μου πρότειναν: το ότι ο Βέγγος έφυγε αφήνοντας για πάντα πίσω του τη Χώρα της Σφαλιάρας.
Ο Θανάσης είχε αποδώσει, μέσα από τους ρόλους του, πάρα πολλές φορές τον καρπαζοεισπράκτορα. Τον άνθρωπο που ενώ είναι τίμιος, σέβεται τους συνανθρώπους του, τους αγαπά, εκείνοι προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν, επειδή δεν μιλάει, δεν διαμαρτύρεται και πάντα βρίσκεται -άθελά του- μπλεγμένος.
Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά το στερνό αντίο στον αγαπημένο μας κωμικό ηθοποιό, συνεχίζουμε να ζούμε στη Χώρα της Σφαλιάρας που θέλει πάντα να αλλάξει επίπεδο και να γίνει η Χώρα των Θαυμάτων. Και ίσως ακριβώς εκεί να ζει ο Βέγγος: σε έναν πλανήτη όπου όλοι τον σέβονται για αυτό που είναι, για την εντιμότητά του, για το μοναδικό γέλιο του, εκεί όπου διηγείται με πάσα ακρίβεια το τι έκανε στον πόλεμο που λέγεται ζήση.
Εκείνη την ημέρα που ο Βέγγος δεν έμενε, πια, εδώ, σηκώθηκα από τη συνέντευξη, έδωσα το χέρι μου χαμογελώντας, είπα «ευχαριστώ για την πρόταση, αλλά δεν με καλύπτει» και έφυγα, σε εκείνη την ημέρα που δεν ήξερα εάν βρέχει ή εάν όλα αυτά τα νερά επάνω μου είναι από τα δάκρυά μου για τον άνθρωπο που χάσαμε, για τον δικό μας άνθρωπο, για εκείνον που μας χάρισε γέλιο, ατάκες και γκριμάτσες. Αυτός που μας έκανε να τον αποκαλούμε με το μικρό όνομά του, ακριβώς επειδή τον νιώθαμε δίπλα μας, συνομήλικο.
Α, ρε Θανάση, καλέ μου άνθρωπε, πού ‘σαι τώρα που σπανίζει -συλλογικά- το γέλιο; Το βέβαιο είναι ότι τόσα χρόνια μετά και δεν σε ξεχνάμε. Άλλωστε, δεν θα μπορούσαμε, λείπεις συνεχώς από όλους μας, λείπεις από τη Χώρα της Σφαλιάρας, πάντα θα μας λείπει ένας Βέγγος για όλες τις δουλειές…