Εκτός από ψηλές μεσοτοιχίες, τυφλούς τοίχους και ταράτσες, η Αθήνα θα μπορούσε να έχει κληρονομήσει και έναν τεράστιο τρούλο ανταγωνιστικό προς την Ακρόπολη.
του Νίκου Βατόπουλου*
Ηταν η πρόταση, αλλά με πιθανότητες υλοποίησης και με την επιπλέον πολιτική προστασία του Ελευθερίου Βενιζέλου, για το Δικαστικό Μέγαρο Αθηνών, μια μεγάλη εκκρεμότητα της Αθήνας για παραπάνω από έναν αιώνα. Η πρόταση είχε κατατεθεί το 1930 και σφράγιζε το τοπίο με ένα κτίριο μεγαλόπρεπο αλλά εξαιρετικά ογκώδες (ύψους 66,35 μ.) και επιπλέον με αναφορές στον παρωχημένο, τότε, ιστορικισμό και με ύφος «ξενικό» προς την ελληνική παράδοση.
Η μελέτη είχε την υπογραφή του Αλέξανδρου Νικολούδη (1874-1944), του διάσημου στην εποχή του κοσμοπολίτη αρχιτέκτονα και πολιτικού φίλου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Εργο του Νικολούδη ήταν και η περίφημη οικία Λιβιεράτου (νυν «Υπατία), στη γωνία Πατησίων και Ηπείρου (1908). Δικό του έργο της δεκαετίας του ’20 ήταν και η Λέσχη Αξιωματικών (Σαρόγλειο) όπως και η Στοά Νικολούδη (Πανεπιστημίου 44, όπου και η οικία του στο κέντρο).
Προοπτικό του 1930 που δείχνει τη σχέση του προτεινόμενου, τότε, Δικαστικού Μεγάρου στην περιοχή Μακρυγιάννη. Το κτίριο (κάτω), με χαρακτηριστικό τον πανύψηλο τρούλο, ήταν μελέτη του ονομαστού αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη, συνεργάτη του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ηταν μία πρόταση που αναζητούσε λύση στο χρόνιο ζήτημα της ανέγερσης Δικαστικού Μεγάρου.
Η υπόθεση του Δικαστικού Μεγάρου είχε ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών και η αρθρογραφία στον Τύπο της εποχής υπήρξε εκτενής. Στις διαμαρτυρίες είχε πρωτοστατήσει ο Ερνέστ Εμπράρ, παρά τη φιλική του σχέση με τον Βενιζέλο και τον Νικολούδη. Η υπόθεση μας υπενθυμίζει ότι το τοπίο των Αθηνών και η κορυφογραμμή της πόλης είναι ζητήματα διαχρονικά ανοικτά όπως και η αντιπαράθεση συγκρουόμενων προσεγγίσεων για το μέλλον της πρωτεύουσας.
Η πρόσφατη δημοσιότητα που έλαβε η νόμιμη ανέγερση δεκαώροφου κτιρίου στου Μακρυγιάννη και η άδεια για ένα ακόμη στην ίδια περιοχή, μας δείχνει ότι στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, ο πολίτης μπορεί να έχει τη δύναμη που δεν είχε στο παρελθόν. Αλλά και τις περασμένες δεκαετίες, μια μερίδα πνευματικών ανθρώπων εναντιώνονταν συχνά σε αυθαιρεσίες ή στις δυνατότητες που έδιναν νομίμως οι οικοδομικοί κανονισμοί όταν συντελούσαν στην «παραμόρφωση» της πόλης.
Στην ιστορία της Αθήνας πολλές είναι οι περιπτώσεις, ήδη από τον 19ο αιώνα, που απέσπασαν μεγάλη δημοσιότητα γιατί «οχλούσαν» με τη θέση τους την απροσπέλαστη θέα προς την Ακρόπολη.
Λέγεται ότι ο διόλου αρμονικός ημιώροφος στο Μέγαρο Κορομηλά, στην πλατεία Συντάγματος, προέκυψε ώστε να χαμηλώσει το κτίριο και να μην παρεμβαίνει στο οπτικό πεδίο από τα Ανάκτορα.
Κορυφαία, βεβαίως, υπήρξε η περίπτωση του Δικαστικού Μεγάρου στου Μακρυγιάννη, ζήτημα που έχει εξαντλήσει ερευνητικά η αρχιτέκτων Αμαλία Κωτσάκη, τόσον ως βιογράφος του Αλέξανδρου Νικολούδη (εκδ. Ποταμός) όσο και ως μελετήτρια της μακράς περιπέτειας ανέγερσης δικαστικού μεγάρου στην Αθήνα («Η στέγαση της Δικαιοσύνης. Αθήνα 1834-2014», εκδ. Ανοικτή Βιβλιοθήκη). Τα προβλήματα πύκνωσαν στον Μεσοπόλεμο (το 1929 θεσπίστηκε ο νόμος περί οριζόντιας ιδιοκτησίας που είναι η γενέθλιος πράξη της πολυκατοικίας με σύγχρονους όρους). Στη δεκαετία του 1930, νέα κτίρια στην Αμαλίας και στη Συγγρού είχαν προκαλέσει αντιδράσεις. Στη «Μενεξεδένια Πολιτεία» (1937), ο Αγγελος Τερζάκης γράφει: «Πίσω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός κι ακριβώς μπροστά στην Ακρόπολη, χτίζονται πολυκατοικίες…».
Μέγα σκάνδαλο είχε προκαλέσει το 1955 ανεγειρόμενη πολυκατοικία στη γωνία της οδού Θρασύλλου με τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Η οικοδομή εξακολουθούσε να χτίζεται όσο ακόμη η περίπτωσή της κινητοποιούσε τους πάντες. Εντέλει απαλλοτριώθηκε και ο δρόμος διαπλατύνθηκε υπέρ του δημοσίου χώρου. Ο Κώστας Μπίρης, γνωστός για τους αγώνες του υπέρ της Αθήνας, έγραφε τότε κάτι εξαιρετικά επίκαιρο: «Το ζήτημα δεν λήγει με το σταμάτημα ή και την κατεδάφισιν της οικοδομής. Διότι μένει ανοικτόν το κεφάλαιον των ευθυνών δι’ όσα έγιναν. Προβάλλεται π.χ., ο ισχυρισμός ότι η άδεια εδόθη “νομοτύπως”, –όντως δε, προηγήθη της οικοδομής ένας αισχρός νόμος (σ.σ. Διάταγμα του 1951), του οποίου πολλοί γνωρίζουν τα κίνητρα– ουδεμία όμως δικαιολογία απετολμήθη διά την περιφρόνησιν της διαμαρτυρίας του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η οποία και θα έπρεπε να έχη σταματήσει εν τη γενέσει του το σκάνδαλον».
* Αναδημοσίευση από την Έντυπη Καθημερινη