Μέχρι τη σύλληψή του την περασμένη Τρίτη απολάμβανε έναν glam βίο όπως ο ίδιος αντιλαμβανόταν την έννοια του glam, εμποτισμένο με αμέτρητες κιτς πινελιές που δέχθηκαν άπειρα σαρκαστικά σχόλια στα sosial media. Την ίδια στιγμή ο άνθρωπος που πίστεψε ότι είναι ο βασιλιάς του χρυσού βλέπει τη ζωή του πίσω από τα κάγκελα ενός κελιού, μέχρι να απολογηθεί για όσα κατηγορείται. Η ζωή του ξεκίνησε πολύ μακριά από την Ελλάδα, στη μακρινή και εξωτική Βραζιλία, πριν από μισό αιώνα.
Το προφίλ του ανθρώπου που έπαιξε με την ανέχεια του κόσμου περιγράφεται σε ρεπορτάζ του Διονύση Θανάσουλα για το Πρώτο Θέμα.
Η αρχή…
Το 1967 στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας ένας Ελληνας, ο Γιάννης Μυλωνάς, μαζί με τη Βραζιλιάνα σύζυγό του Ρουθ κρατούν περιχαρείς στα χέρια τους το δεύτερο αγόρι της ζωής τους, τον Δημήτρη-Ριχάρδο. Η πανέμορφη Ρουθ και ο κιμπάρης Γιάννης έχουν ακόμη έναν γιο, τον τρίχρονο τότε Τεό, καθώς και αρκετά χρήματα και την ικανότητα να μετατρέπουν σε χρυσό οποιαδήποτε επαγγελματική ενασχόληση έχουν. Λίγο διάστημα μετά τη γέννηση του Ριχάρδου, το ζευγάρι αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Βραζιλία και να μετακομίσει στην Ελλάδα.
Ο χαρισματικός έμπορος Γιάννης Μυλωνάς θέλει έναν πιο ήσυχο τόπο για τα παιδιά του, με την εκ φύσεως περιπετειώδη Ρουθ να του απαντά με ένα μεγάλο «ναι» και κάπως έτσι η τετραμελής οικογένεια προσγειώνεται στη χώρα μας. Το πρώτο τους σπίτι είναι μια υπέροχη μονοκατοικία επί της οδού Αφροδίτης στο Παλαιό Φάληρο. Εχουν έναν μεγάλο κήπο, τεράστιο σαλόνι, πολλά δωμάτια και δύο «εισαγόμενες» από τη Βραζιλία οικιακές βοηθούς. Ολα κυλούν ομαλά μέχρι τη μέρα που ο μικρός Ριχάρδος δεν μπορεί να αναπνεύσει.
Άσθμα
Ο Γιάννης και η Ρουθ τρελαίνονται. Οι γιατροί αποφαίνονται ότι ο γιος τους πάσχει από άσθμα, συστήνοντάς τους να τον παρακολουθούν και να τον τρέχουν στο νοσοκομείο κάθε φορά που αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Από εκείνη τη στιγμή ο μικρός Ριχάρδος μετατρέπεται στη μεγάλη αδυναμία των γονιών του, όπως ακριβώς κάθε παιδί που η υγεία του χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Κάθε επιθυμία του γίνεται για εκείνους προσταγή, κάθε του προσταγή πραγματικότητα. Τα δύο αγόρια φοιτούν σε ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία των Αθηνών, έχουν παιχνίδια που κανένα σχεδόν παιδί εκείνης της εποχής στην Ελλάδα δεν μπορούσε να φανταστεί, δασκάλους στο σπίτι και υπηρετικό προσωπικό να τους ακολουθεί σχεδόν παντού. Ο Τεό είναι ένα παιδί εξωστρεφές, σε αντίθεση με τον μικρό Ριχάρδο που μοιάζει απόμακρος, ντροπαλός και κλεισμένος στον εαυτό του. Ο αγαπημένος του ήρωας είναι ο Σκρουτζ, με τον ίδιο να μοιράζεται δύσκολα τα παιχνίδια του με φίλους και ακόμη δυσκολότερα να αποδέχεται ότι κάποιος άλλος μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από εκείνον…
Η Ρουθ καλύπτει τα δύο αγόρια και ειδικά τον λατρεμένο της Ριχάρδο με ένα πέπλο υπερπροστασίας, την ίδια στιγμή που ο άνδρας της ονειρεύεται πάλι το χρήμα και την επαγγελματική καταξίωση.
Οι οικοσκευές των Αμερικάνων
Στο πρώτο του επαγγελματικό εγχείρημα εν Ελλάδι αγοράζει οικοσκευές από την Αμερικάνικη Βάση και ό,τι αφήνουν πίσω τους τα αμερικανάκια που τραβούν τον δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα τους, και τα πουλά σε οικογένειες Ελλήνων με όνομα και χρήμα.
Βγάζει κι εκείνος χρήμα δημιουργώντας στο πέρασμα του χρόνου όνομα και περιουσία. Τα αγόρια, όσο μεγαλώνουν, φαίνεται να μην του μοιάζουν. Κανείς από τους δύο δεν ενδιαφέρεται για το εμπόριο, ειδικά ο Ριχάρδος που σπαταλά ώρες ολόκληρες κλεισμένος μέσα στο δωμάτιό του ζωγραφίζοντας σε τεράστια τελάρα θρησκευτικά θέματα. Οσο ο μικρός εξαντλεί τις ανησυχίες του πάνω σε πίνακες, τόσο η δουλειά του πατέρα του επεκτείνεται κατακτώντας μια θέση στον κόσμο του επίπλου. Ο Γιάννης Μυλωνάς ανοίγει αρχικά στην οδό Πρωτέως, στο Παλαιό Φάληρο, ένα κατάστημα με έπιπλα και την επωνυμία «Επιπλα Ρούτη» (σ.σ.: από το όνομα της συζύγου του Ρουθ), το οποίο στη συνέχεια επεκτείνει σε ένα τετραώροφο κτίριο επί της Ηλιουπόλεως. Οι δουλειές πηγαίνουν καλύτερα από ποτέ και το επίπεδο ζωής των Μυλωνάδων αναβαθμίζεται ακόμη περισσότερο.
Το όνειρο της Καλών Τεχνών
Η οικογένεια διαθέτει μόνιμη καμπάνα στα «Αστέρια», κυκλοφορεί με πράσινη Buick και ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο. Οταν ο Ριχάρδος κλείνει τα 15 του χρόνια είναι ένα λεπτό αγόρι με μακριά μαλλιά που λατρεύει τη ροκ μουσική, απεχθάνεται τα μπουζούκια και την όποια μορφή επίδειξης, έχει λίγους φίλους και πολλές κατακτήσεις. Κάπου εκεί, οι γονείς του χωρίζουν. Η Ρουθ φεύγει για Βραζιλία, τα αγόρια μένουν στην Ελλάδα με τον πατέρα τους, με τον Ριχάρδο να δυσκολεύεται να αποδεχθεί τον χωρισμό και τα νέα δεδομένα της ζωής του.
Μοιάζει να χάνεται, για κάποιους φίλους απέχει μόλις λίγα χιλιοστά από την απόλυτη κατάρρευση…
Ο πατέρας του το καταλαβαίνει, βάζει σε δεύτερη μοίρα τη δουλειά του και αφοσιώνεται στο «αδύναμο» παιδί του περνώντας ατέλειωτες ώρες στο πλάι του. Μετακομίζουν στον 7ο όροφο μιας υπέροχης πολυκατοικίας στο Παλαιό Φαλήρο, ο «μικρός» θέλει να μπει στην Καλών Τεχνών, ο πατέρας του ωστόσο τον συμβουλεύει να ασχοληθεί με τον κόσμο του εμπορίου. Ο Ριχάρδος βάζει στην άκρη το μεγάλο του όνειρο και ξεκινά να εργάζεται σε ένα μεγάλο κατάστημα ρούχων επί της Αχιλλέως που του ανοίγει ο «δάσκαλος» πατέρας του. Οι δουλειές πηγαίνουν καλά, το ίδιο και ο ψυχολογικός κόσμος του Ριχάρδου που ανακτά την πολυπόθητη ισορροπία…
Οι πάγκοι στο Μοναστηράκι και ο πρώτος μεγάλος έρωτας
Υστερα από λίγα χρόνια, το πολυκατάστημα ενδυμάτων δεν πηγαίνει έτσι όπως επιθυμούν πατέρας και γιος, οι οποίοι αποφασίζουν να βάλουν μπροστά ένα νέο επαγγελματικό στοίχημα, αυτή τη φορά σε κάποιον πάγκο στο Μοναστηράκι. Φέρνουν πετρώματα και απολιθώματα από τη Βραζιλία, ο κόσμος γοητεύεται από τα πρωτόγνωρα αυτά διακοσμητικά και η δουλειά τραβά ξανά την ανιούσα. Ο Ριχάρδος είναι πλέον έτοιμος να μείνει μόνος του. Επιλέγει μια τρίπατη μεζονέτα 250 τ.μ. στην περιοχή της Νέας Σμύρνης και εγκαινιάζει τα πρώτα του μαγαζιά με φο μπιζού και διακοσμητικά είδη σπιτιού στην Καραγεώργη Σερβίας.
Μέσα από αυτά τα πρώτα μαγαζάκια, τα οποία του φέρνουν πολλά χρήματα, ξεκινά να κάνει και ενεχυροδανεισμούς, οι οποίοι του φέρνουν ακόμη περισσότερα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο εργασιομανής πλέον Ριχάρδος συναντά τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής του στα μάτια μιας Ρωσίδας. Η πανέμορφη κοπέλα με το κοντό ξανθό μαλλί και το θεϊκό κορμί γίνεται γρήγορα γυναίκα του και χαρίζει στον Ριχάρδο τέσσερις γιους.
Η βίλα των 1000 τετραγωνικών
Η οικογένεια μένει αρχικά σε ένα μεγάλο ρετιρέ στο Παγκράτι και παράλληλα γύρω στο 2004 ξεκινά να χτίζει μια βίλα 1.000 τετραγωνικών μέτρων στην Ανάβυσσο, σε ένα οικόπεδο 18 στρεμμάτων, το οποίο σταδιακά επεκτείνεται, με αποτέλεσμα σήμερα να ξεπερνά τα 100 στρέμματα. Διαθέτει πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων, αφιερωμένη στον πρωτότοκο γιο του Ριχάρδου που έχει πάθος με την κολύμβηση, υπερπολυτελή δωμάτια και ένα τζακούζι για 20 άτομα στο ισόγειο, κάποια μόνο από τα στοιχεία της πολυτέλειας και της υπερβολής με τα οποία ο Ριχάρδος ξεκινά να ντύνει τη ζωή του.
Σε πλήρη αντιδιαστολή με την τελευταία, η εμφάνισή του παραπέμπει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε έναν ατημέλητο άνδρα: φορά συνεχώς την ίδια φθαρμένη καμπαρντίνα και κάτι παλιά παπούτσια, μια που δεν δείχνει να τον νοιάζει και τόσο το πώς θα φαίνεται αλλά το πόσα θα βγάζει. Για τον παραπάνω λόγο νοικιάζει ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Ομόνοιας όπου έχει πλέον ανοίξει τα γραφεία του, πηγαίνοντας σπάνια στη βίλα της Αναβύσσου. Ο γάμος του κλονίζεται και το διαζύγιο είναι πλέον μονόδρομος. Η σύζυγός του μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους μετακομίζουν στη Γλυφάδα, με εκείνον να φροντίζει ώστε να μην τους λείψει τίποτα, βλέποντάς τους σπάνια. Δεν έχει χρόνο γιατί το κυνήγι του όποιου θησαυρού αποτελεί για τον Ριχάρδο πρώτη προτεραιότητα.
Ο δεύτερος γάμος
Λίγα χρόνια μετά ο έρωτας τού χτυπάει ξανά την πόρτα. Αυτή τη φορά πίσω της στέκει μια μετανάστρια από το Μαρόκο, την οποία ο Ριχάρδος παντρεύεται και αποκτά μαζί της μια κόρη η οποία από την πρώτη στιγμή εξελίσσεται στη μεγαλύτερη αδυναμία της ζωής του.
Το ζευγάρι μένει αυτή τη φορά σε ένα διαμέρισμα της Ομόνοιας προκειμένου ο Ριχάρδος να βρίσκεται κοντά στη δουλειά, και όλοι μαζί επισκέπτονται τη βίλα της Αναβύσσου μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ομως ούτε αυτός ο γάμος θα έχει αίσιο τέλος. Πριν από τρία περίπου χρόνια ο Ριχάρδος χωρίζει για δεύτερη φορά. Η δουλειά και το χρήμα, το χρήμα και η δουλειά γίνονται πλέον η δεύτερη φύση του κι εκείνος ο απόλυτος άρχοντας του χρυσού του βασιλείου…
Τα πληρωμένα αφιερώματα
Τα τελευταία τρία χρόνια αρχίζει να εμφανίζεται στην τηλεόραση με πληρωμένα αφιερώματα και συνεντεύξεις κυρίως στο πρώην Εpsilon και νυν Open. Μεγαλουργεί στα «Αποκαλυπτικά» του Μένιου Φουρθιώτη, όπου εμφανίζεται ως ένας τεράστιος επιχειρηματίας που σκύβει στοργικά πάνω από τους ανθρώπους που χρειάζονται επειγόντως χρήματα. Ο Φουρθιώτης τον αποθεώνει -σύμφωνα με τη δικογραφία ερευνάται ο ρόλος του παρουσιαστή αφού φέρεται να πληρώνεται τοις μετρητοίς για κάθε εμφάνιση του Ριχάρδου, με υπόνοιες για μη ύπαρξη παραστατικών-, τον εμφανίζει ως φιλάνθρωπο και ο «Μίδας της Πατησίων, λέει ξανά και ξανά ότι μόνο σε αυτόν τα κοσμήματα εκτιμώνται σαν κοσμήματα και όχι σαν χρυσός. Η αλήθεια, όμως, για τον απλό κοσμάκη αποδεικνύεται πολύ διαφορετική όταν περνάει την πόρτα ενός από τα εκατό ενεχυροδανειστήρια που έχει ανοίξει όλα αυτά τα χρόνια. Πόσο απασχολεί αυτό τον ίδιο; Μάλλον καθόλου λένε άνθρωποι που βίωσαν την εμπειρία να «ακουμπήσουν» κοσμήματα, ασημικά και ρολόγια προκειμένου να καλύψουν άμεσες ανάγκες τους. Οι δικές του καλύπτονται ποικιλοτρόπως.
Moët η…αγαπημένη του
Μετά το δεύτερο διαζύγιο -του οποίου η αιτία φέρεται να τον πλήγωσε πολύ- βγαίνει συνήθως με φίλους του απολαμβάνοντας σε κάθε έξοδο την αγαπημένη του σαμπάνια Moët & Chanton. Κάτι που εύκολα διαπιστώνει κανείς αν περιηγηθεί στην ιστοσελίδα του στο Facebook και τις φωτογραφίες που έχει αναρτήσει ο ίδιος στον ανοιχτό για όλους λογαριασμό του.
Βυθισμένος μέσα σε ασημένιες σαμπανιέρες παλαιότερων δεκαετιών, ο αφρώδης οίνος του διάσημου οίκου έχει την τιμητική του. Βρίσκεται σχεδόν παντού, στοιβαγμένος μέσα στο ψυγείο της κατοικίας του ή σε κάποιο νυχτερινό στέκι να κρατάει συνεχώς συντροφιά στον «βασιλιά των ενεχύρων».
Αυτόν που σχεδόν κάθε Πέμπτη βράδυ συχνάζει στο «Frangelico» της λεωφόρου Ποσειδώνος μαζί με φίλους ή πρόσκαιρες γυναικείες συντροφιές, από αυτές που περνούν κάποιο διάστημα δίπλα του και μετά φεύγουν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Οι λογαριασμοί του δεν είναι τρελοί και οι πιο μεγάλοι δύσκολα ξεπερνούν τις 4.000 ευρώ. Δεν πετάει λουλούδια -τα θεωρεί χαμένα λεφτά- και μαζί με την εκάστοτε παρέα του πίνουν τι άλλο; Σαμπάνια και μόνο σαμπάνια ακούγοντας λαϊκά σουξέ.
Το χρυσό τηλέφωνο και η Paris Hilton
Το σπίτι του στην Ανάβυσσο με τις κολόνες δωρικού ρυθμού παραπέμπει σε ένα κιτς μαυσωλείο, με έπιπλα στυλ Λουδοβίκου να κυριαρχούν στους περισσότερους χώρους σε μπορντοροδοκόκκινες αποχρώσεις. Ο Ριχάρδος φωτογραφίζεται με όποιον φοράει την ταμπέλα «επώνυμος χωρίς λόγο», όπως ο trash μάνατζερ Σπύρος Ρέβης, γνωστός από τη θητεία του δίπλα στην Τζούλια Αλεξανδράτου. Οι δυο τους ποζάρουν στο γραφείο του και ο «Μίδας των ενεχύρων» επιτρέπει στον Ρέβη να τηλεφωνήσει από ένα ολόχρυσο τηλέφωνο που ζυγίζει, σύμφωνα με πληροφορίες, γύρω στα πέντε κιλά! Ο μάνατζερ είναι αυτός που θα του κανονίσει την περίφημη συνάντηση με την Πάρις Χίλτον στη Μύκονο, από την οποία θα αγοράσει κοσμήματα, περισσότερο για διαφημιστικούς λόγους και λιγότερο για φιλανθρωπικούς.
Η παρολίγον συνεργασία
Η έννοια φιλανθρωπία άλλωστε δεν έχει θέση μέσα στα ενεχυροδανειστήρια της αγωνίας με τα οποία πλημμύρισε την Ελλάδα ο Ριχάρδος Μυλωνάς. Αυτός που χαμογελάει έχοντας δίπλα του τον Μένιο Φουρθιώτη που τον αποθέωνε επί πληρωμή ή τον κοσμικό «μαϊντανό» Χρήστο Δεληλάμπρο με το καπέλο του σε κάποιο νυχτερινό κέντρο. Το περασμένο καλοκαίρι πολύς κόσμος θα τον δει στον «Αστέρα» Βουλιαγμένης να απολαμβάνει τον ήλιο και τη θάλασσα μαζί με τον γνωστό κοσμηματοπώλη Νίκο Πατσέα και την σύζυγό του Ελενα.
Πρόκειται για ένα πολύ γνωστό, πλην όμως χαμηλών τόνων ζευγάρι, η συνύπαρξη του οποίου με τον Ριχάρδο ξενίζει γνωστούς κοσμικούς Αθηναίους. Ελάχιστοι ξέρουν ότι επίκειται συνεταιρισμός ανάμεσα στον καταξιωμένο στον χώρο του κοσμηματοπώλη -ο οποίος δεν έχει καμία ανάμειξη στην υπόθεση λαθρεμπορίας του Ριχάρδου-και τον ενεχυροδανειστή των εκατό καταστημάτων. Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι δυο τους και άλλος ένας θα άνοιγαν κοσμηματοπωλείο στον νέο «Αστέρα» κάτω από την ομπρέλα εταιρείας που ανήκει στην Ελένη Πατσέα, ακολουθώντας όλες τις νόμιμες διαδικασίες. Το αγαπητό στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας ζεύγος δεν είχε όντως την παραμικρή ιδέα για την άλλη δραστηριότητα του παρολίγον συνεταίρου τους, το λαθρεμπόριο χρυσού στην Τουρκία.
Μάλιστα η σύζυγος του κοσμηματοπώλη παρά τους ψιθύρους που είθισται να ακούγονται σε τέτοιες υποθέσεις στα κοσμικά σαλόνια των βορείων προαστίων, τους αγνόησε και αναχώρησε το πρωί της Πέμπτης για το εξωτερικό. Ο Νίκος Πατσέας δίνει τη δική του απάντηση στα όσα ακούγονται μετά την εμπλοκή του ονόματός του στην υπόθεση με δήλωσή του στο «ΘΕΜΑ»: «Τα κοσμηματοπωλεία Πατσέας συμμετέχουν με κατάστημα στον “Αστέρα” της Βουλιαγμένης με την εταιρεία Πατσέας Α.Ε., μέτοχοι της οποίας είναι ο Νίκος Πατσέας και η οικογένειά του».
Ο «Μίδας της Πατησίων» είναι γυμνός
Στο εξωτερικό ταξίδευε συχνά και ο Ριχάρδος Μυλωνάς με φίλους και φίλες για να ξεφεύγει όσο μπορούσε από τα όσα φέρεται, σύμφωνα με τη δικογραφία, να έκανε, καλυμμένος πίσω από την αλυσίδα της μιζέριας και της δυστυχίας που απέπνεαν τα μαγαζιά του.
Με αραιά και εμφανώς πλέον βαμμένα μαλλιά στο χρώμα της πίσσας, η παρουσία του καθισμένος σε έναν χρυσό θρόνο μόνο ειδυλλιακή εικόνα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Αντίθετα, γινόταν άλλος άνθρωπος μόνο όταν έπαιζε με την κόρη του, ή έβλεπε τους γιους του που λατρεύει εξίσου, για να μάθει τα νέα τους και να περάσει λίγες ώρες μαζί τους. Το περασμένο καλοκαίρι απέδρασε κάποιες ημέρες με το σκάφος του, ένα 32μετρο Admiral, για την ανακαίνιση του οποίου ξόδεψε περί τις 360.000 ευρώ. Σε αυτό φιλοξένησε φίλους του για σύντομες αποδράσεις, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, σε νησιά του Αργοσαρωνικού όπως είναι η Αίγινα και ο Πόρος.
Οταν οι διακοπές τελειώνουν επιστρέφει στο αρχηγείο του στο κέντρο της Αθήνας.
Πηγαίνει συνήθως από νωρίς το πρωί και φεύγει πολλές φορές μαύρα μεσάνυχτα με το πολυτελές SUV του, όχι απαραίτητα για να γυρίσει σπίτι του. Οι ώρες που περνά στο γραφείο-φρούριο της οδού Πατησίων μοιάζουν πλέον αμέτρητες και το τηλέφωνό του χτυπάει συνέχεια. Περιτριγυρισμένος από μπράβους, τσιράκια και ανθρώπους σε απόγνωση, ο Ριχάρδος απολαμβάνει τις «νίκες» του ανοίγοντας σε καθημερινή βάση ένα μπουκάλι Moët και κάποιο πανάκριβο κονιάκ. Νιώθει ότι είναι στο απυρόβλητο, ότι κανείς δεν μπορεί να τον αγγίξει, αφού διαθέτει άκρες ακόμη και στην ΕΛ.ΑΣ, αγνοώντας ότι ο κλοιός γύρω του έχει αρχίσει να σφίγγει εδώ και μήνες. Υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ένας επίμονος αστυνομικός, προϊστάμενος στο Τμήμα Ασφαλείας του Αμαρουσίου, ο άνθρωπος που ξεσκέπασε τη δράση της συμμορίας των Ρομά.
Το πάθος για το ποτό
Ο Ριχάρδος, όμως, είναι κυριολεκτικά στον κόσμο του. Το ποτό είναι το πάθος του, όπως ακριβώς και η αυτοπροβολή του. Τα πληρώνει και τα δύο πολύ ακριβά, μια που είναι τα μόνα πράγματα για τα οποία δεν τσιγκουνεύεται ποτέ. Ούτε στις παρέες τσιγκουνεύεται. Τους κερνάει όλους, μοστράροντας τη χρυσή κάρτα με το όριο των… 100.000 χιλιάδων ευρώ, αποκτά κόλακες, εξαργυρώνει φιλίες, «νοικιάζει» πίστη και αιώνια αφοσίωση.
Από το γραφείο του τελευταίου περνούν σε καθημερινή βάση τα τελευταία χρόνια πάνω από διακόσια άτομα για να εκτιμήσει την ανάγκη τους.
Εκείνος το πράττει με το αδηφάγο βλέμμα του ανθρώπου που το χρήμα μετατρέπει σε υποκείμενο, ένα ρομπότ που σύμφωνα με τη δικογραφία συνεργαζόταν με ανθρώπους που είχαν «πειραγμένους» φασματογράφους.
Τους χρησίμευαν για να κλέβουν έως και 20 βαθμούς καθαρότητας του χρυσού σε ένα κόσμημα, ώστε να αποτιμάται σε χαμηλότερη αξία από την πραγματική του.
Πάνω στο γραφείο του στέκουν πάντα «τούβλα» και τάπερ με ενέχυρα σε σακουλάκια, πίσω του ορθώνονται δύο πελώρια χρηματοκιβώτια, γύρω του κυριαρχούν κάμερες, μέσα του ο απόλυτος εκφυλισμός του χρήματος. Αυτός που μετέτρεψε τον «Μίδα της Πατησίων» σε μία από τις τραγικότερες φιγούρες του σήμερα…