Σε ανάλυσή του, το Ινστιτούτο Brookings, επισημαίνει το λάθος μήνυμα που στέλνει η ελληνική κυβέρνηση στις αγορές, τη στιγμή που για να πετύχει υπερπλεονάσματα, κόβει από τις δημόσιες επενδύσεις, επιδεινώνοντας με αυτόν τον τρόπο περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Προειδοποιήσεις για το τι θα στοιχίσει στη χώρα ακριβά
Στις 21 Νοεμβρίου, στην πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, η Κομισιόν ανέβαλε την εκταμίευση 600 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα, τα οποία προέρχονται από τα SMPs και τα ANFAs. Η καθυστέρηση της δόσης αυτής, καθώς και η έλλειψη προόδου στις ιδιωτικοποιήσεις και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου, θα στοιχίσουν στη χώρα ακριβά, όπως προειδοποιεί.
Στόχος της κυβέρνησης το πολιτικό κέρδος με “ψίχουλα” στους συνταξιούχους
Το Ινστιτούτο, αναφερόμενο στο γεγονός πως σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2019-2022 που έχει συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους, το μερίδιο των μισθών του δημοσίου στον προϋπολογισμό αυξάνεται από τα 15,6 δισ. ευρώ το 2015 στα 17,1 δισ. ευρώ το 2018 και στα 17,6 δισ. ευρώ το 2019, τονίζει ότι η κυβέρνηση στοχεύει στο πολιτικό κέρδος, πετώντας «ψίχουλα» στους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους.
Όλα όσα υπονομεύονται από τις περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις
Την ίδια στιγμή, όμως, οι περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις υπονομεύουν τις προοπτικές ανάπτυξης, την παραγωγικότητα, τα επίπεδα των μισθών και την απασχόληση.
Αναφορικά με την παραγωγικότητα, πρόσφατη έκθεση της Alpha Bank ορθώς τονίζει ότι υποχωρεί απότομα με αποτέλεσμα να ανεβάζει το εργατικό κόστος και να πλήττει την ανταγωνιστικότητα.
Η μεσοπρόθεσμη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει να βασίζεται στα εξής τρία βήματα:
- Ψήφιση των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν ώστε να λάβει η χώρα άμεσα τα 600 εκατ. ευρώ
- Την άμεση αντιμετώπιση του ζητήματος των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
- Την αποφυγή πρωτογενών περπλεονασμάτων από το 2019 και στη συνέχεια (δηλαδή να μην υπερβαίνουν το 3,5% που έχει συμφωνηθεί).
Αυτά τα τρία βήματα θα οδηγήσουν στην αποκλιμάκωση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου και θα δώσουν ώθηση στην ελληνική οικονομία.
Ωστόσο, με τη στήριξη της κοινής γνώμης να υποχωρεί, η ελληνική κυβέρνηση προτιμά να θέσει διαφορετικές προτεραιότητες εις βάρος της μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης.
«Και είναι περίεργο που οι Ευρωπαίοι πιστωτές δεν σκοπεύουν να αντιδράσουν» καταλήγει στην ανάλυσή του ο Θ. Πελαγίδης.