του Γιάννη Κτιστάκι*
Πρώτον, ο πρωθυπουργός πρώτος όφειλε να γνωρίζει ότι σε μείζονα εκκλησιαστικά ζητήματα, σαν αυτά που θίγει η συμφωνία, θα έπρεπε να διαβουλευθεί και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο ανήκουν οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη και νησιά του Β. Αιγαίου), το Άγιο Όρος, τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλαβε την σύμφωνη γνώμη του Φαναρίου για την κατάρτιση και ψήφιση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1977. Αντί αυτού, ο πρωθυπουργός διαβουλεύτηκε μυστικά μόνον με τον Αρχιεπίσκοπο, ούτε καν με την Ιερά Σύνοδο, όπως προβλέπει το άρθρο 3 του Συντάγματος. Πρώτο ελάττωμα, συνεπώς, ο επιλεκτικός χαρακτήρας της διαβούλευσης, που προσκρούει στο ίδιο το Σύνταγμα.
Δεύτερον, είναι, βεβαίως, θεμιτό η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος να νοικοκυρέψει τα του οίκου Της αλλά, αλήθεια, ποιος πολιτειακός κανόνας επιτρέπει την εσαεί παράδοση του ετήσιου κονδυλίου της μισθοδοσίας στα χέρια του Αρχιεπισκόπου και της Συνόδου, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ένα μέτρημα: πόσοι είναι σήμερα οι μισθοδοτούμενοι ιερείς, πόσα είναι τα καταπατημένα ακίνητα της Εκκλησίας, ποιες είναι οι εκκρεμείς περιουσιακές αντιδικίες μεταξύ Εκκλησίας και κράτους; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να αφαιρεί ετησίως από τις τσέπες των φορολογουμένων δεκάδες εκατομμύρια ευρώ και να τα παραδίδει ανεξέλεγκτα στα χέρια του Αρχιεπισκόπου; Δεύτερο ελάττωμα, λοιπόν, η παράνομη ετήσια οικονομική ενίσχυση, χωρίς την εγγύηση των κρατικών δημοσιονομικών μηχανισμών.
Τρίτον, το 1945 προβλέφθηκε για πρώτη φορά η μισθοδοσία των εφημέριων από το Δημόσιο (Α.Ν. 536/1945). Σε αντιστάθμισμα της δαπάνης αυτής επιβλήθηκε με τον ίδιο νόμο (α) η υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και (β) η υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους. Με άλλα λόγια, το κράτος πλήρωνε τον κάθε εφημέριο με τα έσοδα των ναών που σχηματίζονταν από τις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών. Το 1956 η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή επέκτεινε την είσπραξη του 25% επί των πάσης φύσεως εσόδων των ναών (Ν.Δ. 3559/1956). Η εισφορά των πιστών καταργήθηκε το 1962 (Ν.Δ. 4242/1962). Στη συνέχεια, το 1968, το ποσοστό της είσπραξης από το Δημόσιο αυξήθηκε στο 35% (Α.Ν. 469/1968). Το 2004, η κυβέρνηση Σημίτη κατάργησε οριστικώς και αυτό το 35% (άρθρο 15 του Ν. 3220/2004). Συνεπώς, η κρατική μισθοδοσία των εφημερίων ποτέ δεν αποτέλεσε αντιστάθμισμα για την παραχώρηση προς το ελληνικό κράτος της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Άλλωστε, η σημαντικότερη μεταβίβαση εκκλησιαστικής περιουσίας προς το κράτος υλοποιήθηκε το 1952 με σύμβαση η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 2185/1952 (ΦΕΚ Α΄ 217). Η σύμβαση αυτή ήταν αμφοτεροβαρής: το κράτος απέκτησε την κυριότητα αγροτεμαχίων και βοσκοτόπων εκτός Αττικής (αξίας 97 δισεκατομμυρίων δραχμών, όπως η ίδια η σύμβαση προσδιορίζει) έναντι ίσης αξίας αστικών ακινήτων και μετρητών που απέκτησε η Εκκλησία. Τούτα όλα, με αναλυτικούς πίνακες των εκτάσεων ή των ακινήτων που άλλαξαν κυριότητα αλλά και εκείνων που διατηρούνται στην κυριότητα των Μονών, δημοσιεύονται σε άνω των εκατό σελίδες στο ΦΕΚ. Συνεπώς, πόθεν προκύπτει ότι η μισθοδοσία των εφημέριων προβλέφθηκε σε αντιστάθμισμα της αφαίρεσης εκκλησιαστικής περιουσίας;
*Ο Γιάννης Κτιστάκις, Επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ-Αναδημοσίευση από την Καθημερινή