Η υπόθεση του θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου δεν μπορεί να κλείσει όσο έρχονται νέα στοιχεία και αποκαλύψεις για όσα έγιναν την ημέρα εκείνη. Στο φως έρχεται ακόμη μια «εξομολόγηση» για τον άγριο ξυλοδαρμό του νεαρού στην οδό Γλάδστωνος.
Αυτή τη φορά δεν είναι ένας απλός μάρτυρας που μίλησε αλλά ο μεσίτης που τον χτύπησε μαζί με τον κοσμηματοπώλη και δίνει τη δική του εκδοχή και προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα της πράξης του.
«Βλέποντάς τον ότι προσπαθούσε να βγει έξω και κρατούσε στο αριστερό του χέρι μαχαίρι, εκείνη την ώρα ενστικτωδώς και θεωρώντας ότι στην κατάσταση που βρίσκεται έτσι και βγει έξω, κάποιον είτε θα μαχαιρώσει είτε θα σκοτώσει, σκέφτηκα να τον περιορίσω εντός του κοσμηματοπωλείου, μέχρι να έρθει η αστυνομία να κάνει τη σύλληψη.
Σαφώς και περιμέναμε την αστυνομία και μάλιστα η αστυνομία ήρθε ταυτόχρονα με τον αφοπλισμό του, εγώ τον αφόπλισα. ‘Όταν βγήκε από το κοσμηματοπωλείο έπιασα το χέρι του, του γύρισα τον καρπό, του έπεσε το μαχαίρι, το πήρα και το πέταξα μέσα στο κοσμηματοπωλείο», είπε χθες στο STAR.
Για το μαχαίρι
Και συνέχισε: «Εκεί σταμάτησα εγώ την οποιαδήποτε ενέργεια εις βάρος του από τη στιγμή που είχε αφοπλιστεί και δεν αποτελούσε πλέον δημόσιο κίνδυνο. Το μαχαίρι ήταν κατ’ αρχάς στα χέρια του με αίματα από τα σπασμένα τζάμια. Όταν εγώ πήρα το μαχαίρι από το χέρι του, το πέταξα μέσα στο κοσμηματοπωλείο, μάλιστα θυμάμαι ότι πήγα και βρήκα τον αστυνομικό που μπήκε μέσα και του είπα ότι έχω πιάσει κι εγώ το μαχαίρι και είναι και τα δικά μου αποτυπώματα πάνω και αυτός στην ταραχή του δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.
Όταν ο Ζακ χτύπησε με το κεφάλι του το τζάμι για να το σπάσει, υπήρχε ένα μεγάλο κομμάτι από πάνω το οποίο κλώτσησα για να πέσει κάτω προκειμένου να μην του κόψει το κεφάλι στην προσπάθειά του να βγει. Ήταν συνειδητό το χτύπημα για να μη σπάσει το τζάμι και ήταν με τέτοια δύναμη ώστε να μην πέσει πάνω του ή να μην του προκαλέσει ζημιά», κατέληξε.