“Τα Ρουγκατσάρια είναι ένα παμπάλαιο έθιμο. Δεν γνωρίζουμε πότε ξεκίνησε. Ίσως είναι συνέχεια και κατάλοιπο των εκδηλώσεων της αρχαιότητας. Επικρατούσε στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Ανάλογα έθιμα άλλωστε βρίσκουμε σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Πάντως τα Ρουγκατσάρια ως κατάλοιπο της αρχαιότητας συνδέθηκαν με τον Παγανισμό, δηλαδή την ειδωλολατρία και τον πολυθεϊσμό, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν την αρχαιότητα τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες”. Αυτά τονίζει μεταξύ άλλων στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Αθανασία Τσιοτινού, Φιλόλογος, Θεατρολόγος, Μed, Διευθύντρια του 4ου Γυμνασίου Τρικάλων “Γιώργος Σεφέρης”.
Η ίδια μιλάει για τα ήθη και τα έθιμα του Ζάρκου του δήμου Φαρκαδόνας, που αποτελεί τόπο καταγωγής της. Στο Ζάρκο, σημειώνει, το έθιμο «Ραγκουτσάρια» το ονόμαζαν Καβούκι και γιορταζόταν παλιά, όπως και σήμερα, με επίκεντρο τη γιορτή των Θεοφανείων. Το έθιμο γινόταν στις 5, 6 και 7 του Γενάρη και συμμετείχαν αυτοί που εκείνη τη χρονιά θα πήγαιναν φαντάροι. Τα παλιότερα χρόνια έπαιζαν και αυτοί που θα παντρεύονταν αυτή τη χρονιά. Την παρέα ή το μπουλούκι αποτελούσαν 6 ζευγάρια, δηλαδή 12 νέοι από τους οποίους οι 6 ντύνονταν με γυναικεία ρούχα και οι άλλοι 6 με φουστανέλα. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την κ. Τσιοτινού, ένας νέος ντυνόταν Διάβολος με κέρατα στο κεφάλι. Το ένα πόδι το έβαφαν άσπρο και το άλλο μαύρο, ενώ στο πίσω μέρος του σώματος κρεμούσαν για ουρά μια αρμαθιά από σκόρδα. Στη μέση του έβαζε μια ζώνη μαύρη και στο λαιμό του φορούσε ένα γιορντάνι που αποτελείτο από μικρά κουδουνάκια. Το πρόσωπο το έβαφε με μαύρη ή κιτρινοκόκκινη μπογιά. Στα χέρια του κρατούσε μια σκούπα που συμβόλιζε το καθάρισμα των πάντων κατά το πέρασμά του.
Τρεις άντρες αποτελούσαν τους «Αράπηδες». Ήταν κι αυτοί μεταμορφωμένοι και προκαλούσαν το φόβο με τις άναρθρες κραυγές και τις απειλές τους. Ήταν ντυμένοι με μαύρα ρούχα, το πρόσωπο ήταν βαμμένο μαύρο, στο κεφάλι φορούσαν σκούφο με κουδουνάκια και στις πλάτες «τσιρέπια», δηλαδή κάλτσες, που τις στόλιζαν με φτερά από κότες. Οι «Αράπηδες» συμβόλιζαν τους άγριους επιδρομείς και κυρίως τους αστυνομικούς, δηλαδή κάποια μορφή εξουσίας της εποχής. Επικεφαλής των τριών αράπηδων-αστυνομικών ήταν ο αξιωματούχος Γκέκας.
Ο Γκέκας ή Καβουκάς διακρινόταν από την πανύψηλη σκούφια που φορούσε στο κεφάλι του ή όπως την αποκαλούσαν στο Ζάρκο, Καβούκι, το οποίο έδωσε την ονομασία του και στο έθιμο. Φορούσε την κάπα του μόνο στο ένα μανίκι και στο χέρι του βάσταγε μια γκλίτσα για να συγκρατεί το καβούκι που έφτανε γύρω στα 3 μέτρα! Τα παιδιά έφτιαχναν το καβούκι την παραμονή των Θεοφανείων. Ήταν φτιαγμένο με χαρτιά σε άσπρο, ροζ και κόκκινο χρώμα τα οποία στηρίζονταν σε καλάμια μήκους 2,5 μέτρων. Στην κορυφή του καβουκιού τοποθετούσαν κέρατα και στα μεταγενέστερα χρόνια έβαζαν και μπαλόνια. Επίσης, ένας νέος παρίστανε τον γιατρό, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του μια τσάντα με διάφορα γιατροσόφια και διάφορα χαρτιά. Συμβόλιζε και τον εισπράκτορα των φόρων.
Την παραμονή των Θεοφανείων όσοι έπαιζαν, μαζεύονταν σε ένα μαγαζί, έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν με τα όργανα, τα λεγόμενα και κλαρίνα. Εκτός από τους συμμετέχοντες στο καβούκι, γλένταγαν και όσοι κάτοικοι του χωριού επιθυμούσαν να διασκεδάσουν. Την άλλη μέρα το πρωί, τα παιδιά που ήταν ντυμένα νύφες και τσολιάδες πήγαιναν στην εκκλησία. Όταν τελείωνε η λειτουργία χόρευε όλο το μπουλούκι στην πλατεία του χωριού και στο τέλος έβγαζαν και το καβούκι. Μετά το χορό έπαιρναν τα όργανα και γυρνούσαν πρώτα στα καφενεία και μετά στα σπίτια του χωριού για να πούνε τα «χρόνια πολλά» και για να συγκεντρώσουν χρήματα για τα έξοδά τους. Μετά το μεσημέρι γυρνούσαν με τα όργανα σε κάθε γειτονιά του χωριού και χόρευαν τα κορίτσια. Το απόγευμα μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία του χωριού και γινόταν ξανά χορός. Πρώτα χόρευαν οι μητέρες των παιδιών, μετά οι υπόλοιποι συγγενείς, οι φίλοι και οι γνωστοί. Στο τέλος χόρευε το μπουλούκι, δηλαδή οι νύφες, οι τσολιάδες, οι αράπηδες και ο Καβουκάς με το καβούκι. Καθώς τέλειωνε ο χορός, άρχιζε και το κάψιμο του καβουκιού. Ο Διάβολος έβαζε φωτιά στη φουκαλιά, δηλαδή τη σκούπα, και χορεύοντας έκαιγε το καβούκι.
Το κάψιμο συμβόλιζε την απελευθέρωση του Ελληνικού λαού από τον τούρκικο ζυγό. Τα παλιά χρόνια έκαιγαν το καβούκι έξω από το χωριό, στα Αλωνάκια. Επίσης, έφτιαχναν και δύο καμήλες, τις οποίες τις έκαναν κάπως έτσι: έπαιρναν μια σκάλα την οποία την τύλιγαν γύρω-γύρω με λινάτσα, για κεφάλι έβαζαν το κεφάλι από ένα ψόφιο άλογο και για ουρά μια αρμαθιά από σκόρδα. Από κάτω την καμήλα την κρατούσαν δύο με τρία παιδιά.
Την άλλη μέρα το πρωί, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, μετά την εκκλησία, χόρευαν ξανά στην πλατεία. Μετά πήγαιναν στο σπίτι όποιου παιδιού το έλεγαν Γιάννη και συμμετείχε στο μπουλούκι, για να του πουν τα «χρόνια πολλά» και να συνεχίσουν το γλέντι. Το έθιμο του Καβουκιού, με μικροαλλαγές, συνεχίζει ακόμη και σήμερα να γίνεται τα Θεοφάνεια στο Ζάρκο. Ίσως είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται, σχεδόν αναλλοίωτο, ακόμη και στις μέρες μας. Το Ζάρκο, την ημέρα των Φώτων αποτελεί πόλο έλξης πολλών επισκεπτών, οι οποίοι έρχονται να διασκεδάσουν και να έρθουν σε επαφή με ένα κομμάτι της παράδοσης.
Το Ζάρκο
Το Ζάρκο, όπως προκύπτει από στοιχεία της καθηγήτριας, είναι ένα πεδινό χωριό (υψόμ. 120 μ.) του νομού Τρικάλων, υπαγόμενο στο δήμο της Φαρκαδόνας. Βρίσκεται σε απόσταση 34 χλμ από τα Τρίκαλα και 30 από τη Λάρισα. Τον οικισμό περιβάλλουν τα όρη του Ζάρκου ή Ζαρκινά όρη, μία χαμηλή οροσειρά, με υψηλότερη την κορυφή Κούτρα στο βόρειο τμήμα της, ενώ προς τη Φαρκαδόνα είναι το βουνό Ακαμάτης. Τα άλλα δύο βουνά που περιβάλλουν το Ζάρκο είναι το Κοκκιναδάκι και το Δοβρούσι (Ντουμπρούσι).
Κοντά στον σημερινό οικισμό βρισκόταν η αρχαία πόλη Φαϋττός. Το Ζάρκο αναφέρεται στην πρώτη σωζόμενη απογραφή των Οθωμανών, το 1454/1455, με 55 οικογένειες. Στην απογραφή του 1485 αναφέρεται με 121 οικογένειες, από τις οποίες οι 41 ήταν οικογένειες χηρών γυναικών. Στο Ζάρκο έχουν επίσης ανακαλυφθεί πολλά αρχαιολογικά ευρήματα διάφορων περιόδων.