Έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαπιστώνει προβλήματα στα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα αναφορικά και με την κατάσταση που επικρατεί στο προσφυγικό.
Όπως σημειώνει, τα πιο σημαντικά από αυτά είναι ο συνωστισμός, οι κακές συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα υποδοχής προσφύγων και μεταναστών, καθώς και περιστατικά βίας με βάση το φύλο.
Συνεχίζοντας η έκθεση κάνει λόγο για έλλειψη επαρκούς στέγης, τροφής και πόσιμου ύδατος, για κακές συνθήκες υγιεινής και ανεπαρκή πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως η υγεία και η φαρμακευτική περίθαλψη, νομική πληροφόρηση και βοήθεια, καθώς και ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη.
«Η αστυνομική βία κατά των μεταναστών, των αιτούντων άσυλο και Ρομά είναι επίσης ένα σημαντικό πρόβλημα. Αντίστοιχα σημαντικά είναι κοινωνικές διακρίσεις και περιστατικά βίας κατά ανθρώπων που θεωρείται ότι είναι ξένοι και μέλη της κοινότητας λεσβιών, γκέι, αμφισεξουαλικών, τρανσέξουαλ και διαφυλικών (LGBTI)», προσθέτει το κείμενο για τη χώρα μας.
Συνεχίζοντας το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάνει λόγο για κάποιους περιορισμούς στην ελευθερία του Τύπου και της θρησκείας, ενδοοικογενειακή βία, εμπορία ανθρώπων, περιστατικά αντισημιτισμού, περιορισμούς στην ελευθερία ορισμένων εθνοτικών-μειονοτικών ομάδων, διακρίσεις κατά των Ρομά και την εκμετάλλευση των παιδιών τους.
Τέλος αναφέρει ότι η κυβέρνηση έλαβε μέτρα για τη διερεύνηση, τη δίωξη και την τιμωρία των υπαλλήλων που διέπραξαν καταχρήσεις, είτε στις υπηρεσίες ασφαλείας ή αλλού στην κυβέρνηση.
Τι λέει για την Τουρκία
Η έκθεση αναφέρεται λεπτομερώς στην κατάσταση που επικρατεί στην Τουρκία, τονίζοντας ότι οι πολιτικές αρχές δεν διατηρούν πάντα αποτελεσματικό έλεγχο επί των δυνάμεων ασφαλείας και στις 15 Ιουλίου στοιχεία του στρατού εκτέλεσαν αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, η οποία άφησε πίσω της 240 νεκρούς πολίτες και πάνω από 2.100 τραυματίες.
«Οι συγκρούσεις στοίχιζαν τις ζωές 600 μελών των δυνάμεων ασφαλείας, τουλάχιστον 200 πολιτών και άγνωστου αριθμούν τρομοκρατών του ΡΚΚ», υπογραμμίζει και συμπληρώνει ότι εξαιτίας των συγκρούσεων εγκατέλειψαν τα σπίτια τους 300.000 άτομα, πολλοί από τους οποίους παρέμειναν εκτοπισμένοι μέχρι το τέλος του έτους. Σημειώνει επίσης τις τρομοκρατικές επιθέσεις του ΡΚΚ και του Ισλαμικού Κράτους, με πολλά θύματα.
Στα πιο σοβαρά προβλήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η έκθεση παραθέτει αυτά που προέκυψαν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και την κήρυξη της τρίμηνης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, που ανανεώθηκε τον Οκτώβριο.
«Η κυβέρνηση απέδωσε την ευθύνη για την απόπειρα του πραξικοπήματος στο κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν, το οποίο ορίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση. Τα δικαστήρια φυλάκισαν δεκάδες χιλιάδες άτομα που κατηγορούνται για την υποστήριξη του πραξικοπήματος ή τρομοκρατικών ομάδων, σε πολλές περιπτώσεις με ελάχιστη σαφήνεια σχετικά με τις κατηγορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον τους. Κυβερνητικά διατάγματα που εκδίδονται στη βάση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης περιόρισαν την πρόσβαση των υπόπτων σε νομική συνδρομή, επέτρεψαν την κράτηση υπόπτων πέραν του μηνός χωρίς να τους ασκηθεί δίωξη και σε ορισμένες περιπτώσεις πάγωσαν τα περιουσιακά στοιχεία των τεθέντων σε διαθεσιμότητα ή απολυθέντων δημοσίων υπαλλήλων ή μελών των οικογενειών τους».
Στη συνέχεια αναφέρεται για τις δεκάδες χιλιάδες απολύσεις από το Δημόσιο, το κλείσιμο επιχειρήσεων, σχολείων και οργανισμών και φυσικά στους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. «Οι αρχές συνέλαβαν τουλάχιστον 140 δημοσιογράφους, οι περισσότεροι από τους οποίους κατηγορήθηκαν και σχέσεις με το κίνημα Γκιουλέν, ή διασυνδέσεις με το ΡΚΚ».
Η έκθεση παρουσιάστηκε στους δημοσιογράφους μέσω τηλεδιάσκεψης από «ανώνυμο αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ» και όχι σε ανοιχτή ενημέρωση στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ από τον Υπουργό Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, ή έστω από τον αρμόδιο υφυπουργό Εξωτερικών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε πολλές αντιδράσεις οργανισμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και πολιτικών. «Η έκθεση δεν χρειάζεται κανένα να μιλήσει για αυτή», απάντησε σε σχετικό ερώτημα για την απουσία του κ. Τίλερσον, ο ανώνυμος αξιωματούχος.