Χειραγώγηση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από τους τρίτους (εκτός ΔΕΗ) παραγωγούς, κατά τη διάρκεια των κρίσεων ενεργειακής τροφοδοσίας με στόχο την αύξηση της τιμής χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας, κατήγγειλε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ, Μανώλης Παναγιωτάκης, σε συνέντευξη Τύπου στην Πτολεμαίδα.
Όπως ανέφερε ο επικεφαλής της επιχείρησης, οι τρίτοι παραγωγοί εφήρμοσαν επιθετική τακτική και έκαναν παρακράτηση ισχύος προσφέροντας σε χαμηλές τιμές τα δύο τρίτα της ισχύος τους και το ένα τρίτο σε πολύ υψηλές τιμές. «Με αυτήν την έλλειψη χειραγωγούσαν την αγορά και διαμόρφωναν πολύ ψηλά την οριακή τιμή και κέρδιζαν από την κρίση».
Αυτή η τακτική συνεχίζεται ακόμη, όπως είπε, συμπληρώνοντας ότι η ΔΕΗ έχει ενημερώσει γραπτώς όλες τις αρμόδιες αρχές και αναμένει την αντίδρασή τους. «Η ΔΕΗ επωμίστηκε το βάρος, οι τρίτοι είχαν ευκαιρία για αποκόμιση κερδών και για τις αρχές θέτω ένα ερωτηματικό και περιμένω να δω τι θα κάνουν» ανέφερε ο κ. Παναγιωτάκης. Το κόστος από την αύξηση της οριακής τιμής θα αποτιμηθεί, ενώ η ΔΕΗ επωμίστηκε επιπλέον κόστος άνω των 30 εκατ. ευρώ λόγω της υποχρέωσης να λειτουργήσει με πετρέλαιο μονάδες φυσικού αέριου σε Λαύριο και Κομοτηνή, κάτι που δεν έκαναν ιδιώτες παραγωγοί με αντίστοιχες μονάδες. Έθεσε δε θέμα αποζημίωσης της ΔΕΗ από τον λογαριασμό ασφάλειας εφοδιασμού.
Συνολικά ο κ. Παναγιωτάκης απέδωσε την κρίση σε τέσσερις παράγοντες: Την αύξηση της ζήτησης, τις εξαγωγές που γίνονταν μέχρις ενός σημείου, το γεγονός ότι δεν ήταν διαθέσιμα 1000 μεγαβάτ από λιγνιτικές μονάδες στις οποίες γίνονται αναγκαίες εργασίες περιβαλλοντικής αναβάθμισης και στην έλλειψη φυσικού αερίου, η διαθεσιμότητα του οποίου, όπως είπε, εξαρτάται από τον καιρό και τις δυνατότητες εφοδιασμού με υγροποιημένο φυσικό αέριο δια θαλάσσης. «Οι διασυνδέσεις φυσικού αερίου είναι μικρές και λίγες. Δεν υπάρχει σταθερή και αξιόπιστη τροφοδοσία με φυσικό αέριο» ανέφερε ο Πρόεδρος της ΔΕΗ τονίζοντας ότι η ασφάλεια ενεργειακού
εφοδιασμού πρέπει να στηρίζεται σε εγχώριες πηγές ενέργειας.
Σε ερώτηση για το ενδεχόμενο πώλησης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής ή του 17% των μετοχών της ΔΕΗ, ο επικεφαλής της επιχείρησης επανέλαβε την αντίθεσή του στις δημοπρασίες λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής (ΝΟΜΕ) και εξέφρασε την ελπίδα η κυβέρνηση να απορρίψει μέχρι τέλους τις πιέσεις στις διαπραγματεύσεις για αύξηση των δημοπρατούμενων ποσοτήτων ενέργειας. Δήλωσε επίσης αντίθετος στην πώληση μονάδων επαναφέροντας την πρόταση για δημιουργία δυο θυγατρικών στον τομέα της προμήθειας που θα οδηγήσουν σε πιο ομαλό άνοιγμα της αγοράς ρεύματος.
Στις θυγατρικές αυτές θα εισφέρουν συμβόλαια από όλες τις κατηγορίες καταναλωτών, ελκυστικές και μη και θα πουληθούν σε ενδιαφερόμενους ανταγωνιστές. Πάντως όπως είπε οι πιέσεις που ασκούνται στη διαπραγμάτευση αποσκοπούν στο να περιγράφουν από τώρα τα δομικά μέτρα για την απελευθέρωση της αγοράς, «στα οποία περιλαμβάνεται και η πώληση μονάδων». Και για το 17% τόνισε ότι η ΔΕΗ στηρίζει τη θέση της κυβέρνησης να ενταχθεί στο Υπερταμείο για αξιοποίηση. «Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, είπε, είναι αρνητικό να υποχρεωθεί η χώρα να πουλήσει το 17% της ΔΕΗ δήθεν για εξόφληση χρέους όταν η χρηματιστηριακή τιμή είναι σε αυτά τα επίπεδα».
Στην τοποθέτησή του για το ζήτημα της διοίκησης του ΑΔΜΗΕ, ο κ. Παναγιωτάκης αφού εξέφρασε την ικανοποίηση του για τα στελέχη που τοποθετήθηκαν στη διοίκηση, ανέφερε ακόμη ότι η ΔΕΗ αιφνιδιάστηκε και δεν είχε γνώση της υπόθεσης των αμοιβών και ότι ο ίδιος, πριν εκδηλωθεί η παρέμβαση του υπουργείου, είχε ζητήσει από τους εκπροσώπους της ΔΕΗ στο εποπτικό συμβούλιο να επαναφέρουν τις αμοιβές του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου στα επίπεδα του πλαφόν που ίσχυε τα προηγούμενα χρόνια. Ο ίδιος τόνισε πάντως ότι οι αμοιβές των διοικήσεων κρατικών επιχειρήσεων δεν μπορεί φυσικά να προσδιορίζονται με κριτήρια ατομικής αυθαιρεσίας αλλά ούτε με κριτήρια λαϊκισμού και η συγκεκριμένη υπόθεση δεν βοηθά στην κατεύθυνση αυτή.
Ο ίδιος ανακοίνωσε εξάλλου ότι το δάνειο ύψους 200 εκατ. ευρώ από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες εγκρίθηκε, ενώ σε ερώτηση για τις αποκοπές ανέφερε ότι οι διακοπές λόγω χρέους κατά κανόνα γίνονται μονό σε καταναλωτές που δεν πληρώνουν ενώ έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, ζητώντας αν υπάρχουν διαφορετικά κρούσματα να ενημερώνεται η επιχείρηση.