Στην ακόλουθη δήλωση για το ζήτημα που ανέκυψε σχετικά με το όριο ηλικίας των ανώτατων δικαστικών λειτουργών προέβησαν οι κκ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Σπύρος Βλαχόπουλος, Γιώργος Γεραπετρίτης, Τζούλια Ηλιοπούλου-Στράγγα, Ιφιγένεια Καμτσίδου, Γιώργος Κασιμάτης, Ξενοφών Κοντιάδης, Αντώνης Μανιτάκης, Παναγιώτης Μαντζούφας, Λίνα Παπαδοπούλου, Γιώργος Σωτηρέλης, Γιάννης Τασόπουλος, Σταύρος Τσακυράκης και Πηνελόπη Φουντεδάκη, ομότιμοι καθηγητές, καθηγητές και αναπληρωτές καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο:
1. Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου συγκάλεσε τη διοικητική ολομέλεια του Δικαστηρίουστην οποία εισηγείται ότι η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι ανώτατοι δικαστικοί «αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους», πρέπει να ερμηνευθεί πως σημαίνει: πρώτον, ότι απαγορεύεται να παυθούνπροτού συμπληρώσουν το 67οέτος˙ και, δεύτερον, ότι επιτρέπεται, αν οι ίδιοι το επιθυμούν, να παραταθεί η θητεία τους και πέραν του 67ου έτους. Αλλιώς, υποστηρίζει η κ. Πρόεδρος, οι δικαστές υφίστανται δυσμενή διάκριση, η οποία, κατά την άποψή της, είναι αντίθετη με Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. H παύση, εν τούτοις, δικαστικού λειτουργού ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις του Συντάγματος (τα άρθρα 88 παρ. 4 και 91), χωρίς να συναρτάται με την ηλικία του λειτουργού. Εξ άλλου, το ενωσιακό δίκαιο, όπως έχει μάλιστα ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της ΕΕ, δεν αποδοκιμάζει διατάξεις που θέτουν αντικειμενικά ηλικιακά όρια στη συνταξιοδότηση (βλ. ιδίως στις υποθέσεις C-411/05 και C-250/09), ούτε μπορεί να εφαρμοσθεί όταν πρόκειται για εθνική κανονιστική ρύθμιση, αν δεν υφίσταται κανένα συνδετικό στοιχείο με το ενωσιακό δίκαιο (υπόθεση C-268/15). Πολλώ δε μάλλον που η ρύθμιση της σταδιοδρομίας των δικαστών -και των δημόσιων λειτουργών γενικότερα- δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, οι λέξεις «αποχωρούν υποχρεωτικά» (και μάλιστα στις 30 Ιουνίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν τα 67, όπως ορίζει ρητά το Σύνταγμα), δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να ερμηνευθούν ότι σημαίνουν «αποχωρούν αν το θέλουν».
3. Εντελώς αβάσιμα είναι βέβαια και τα περί διακρίσεων σε βάρος των δικαστών. Διότι δεν υπάρχουν αντισυνταγματικές συνταγματικές διατάξεις. Διαφορετικά, κάθε ηλικιακός προσδιορισμός που υπάρχει στο Σύνταγμα (όπως π.χ. για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που πρέπει να είναι τουλάχιστον 40 χρονών, ή για τον βουλευτή, που πρέπει να είναι τουλάχιστον 25) θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά διάκριση και να ερμηνευθεί έτσι ώστε να παραμερισθεί ησχετική ρύθμιση, παρ’ ότι είναι σαφής.
4. Τα μέλη του Αρείου Πάγου καλούνται, επομένως, να υιοθετήσουν μιαν ερμηνεία έωλη, αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, η οποία απειλεί να πλήξει ανεπανόρθωτα όχι μόνο το κύρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά και την δεσμευτικότητα του Συντάγματος. Αν στο μέλλον θέλει θεωρηθεί ότι οι Ανώτατοι Δικαστές πρέπει να αποχωρούν στα 70 ή στα 75 τους, μια μόνο λύση υπάρχει: να αναθεωρηθεί το άρθρο 88 του Συντάγματος.
5. Ως καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου φρονούμε ότι η εισήγηση της κ. Προέδρου πρέπει να απορριφθεί χωρίς δισταγμούς και επιφυλάξεις. Μόνον έτσι θα διασφαλισθεί το κύρος της δικαιοσύνης και του Συντάγματος.