Το Υπουργείο Εξωτερικών έδωσε απάντηση στα δημοσιεύματα σχετικά με το ελληνικό μπλόκο σε κυρώσεις σε βάρος της ιρανικής τράπεζας Saderat, η οποία κατηγορείται από τη Δύση ότι χρηματοδοτεί τρομοκρατικές οργανώσεις.
Το ζήτημα δημοσιεύθηκε στην αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal και στη συνέχεια σχολιάστηκε και από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Κύκλοι του Υπουργείου αιτιολογούν την στάση της χώρας, επικαλούμενοι τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που έκρινε παράνομες τις κυρώσεις κατά της τράπεζας: «Ελλείψει νέων στοιχείων σε βάρος της τράπεζας δεν ήταν νομίμως αποδεκτή η ανανέωση των κυρώσεων, καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο στις αρχές, στις αξίες μας», αναφέρουν.
Με καθυστέρηση μερικών 24ώρων, το Υπουργείο εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση με τίτλο: «Αποκατάσταση πραγματικών περιστατικών ως προς στάση Ελλάδας για θέμα κυρώσεων κατά ιρανικής τράπεζας Saderat».
Αναλυτικά:
«Σε σχέση με όσα αναφέρονται σε δημοσίευμα της Wall Street Journal για τη στάση της Ελλάδας στο θέμα της ανανέωσης της καταχώρησης της ιρανικής τράπεζας Saderat σε κατάλογο κυρώσεων, επισημαίνονται τα εξής :
1. Η Ελλάδα είναι κράτος δικαίου, μέλος της ΕΕ, η οποία είναι και οφείλει, επίσης, να δρα ως κοινότητα δικαίου.
2. Η Ελλάδα υπερασπίζεται το κράτος δικαίου σε μία εύθραυστη περιοχή, όπου σημειώνονται αναταραχές, διενέξεις και αναπτύσσονται παράνομες δραστηριότητες.
3. Η απόφαση του Δικαστηρίου κατά του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που έκρινε -τόσο σε πρώτο, το Μάρτιο 2013, όσο και σε δεύτερο βαθμό, τον περασμένο Απρίλιο- παράνομες τις κυρώσεις κατά της τράπεζας Saderat, δεν ήταν απόφαση ενός εθνικού δικαστηρίου, ούτε ενός δικαστηρίου του Ιράν, ούτε ενός ουδέτερου δικαστηρίου. Ήταν απόφαση ενός δικαστηρίου ευρωπαϊκού, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν εμείς, ως EE, δεν εφαρμόζουμε τις δικαστικές αποφάσεις, πώς θα πείσουμε τον υπόλοιπο κόσμο ότι σεβόμαστε το κράτος δικαίου και ότι δεν εφαρμόζουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά;
4. Τον Απρίλιο του 2016 η Ελλάδα είχε αντιταχθεί στην αυτόματη ανανέωση των κυρώσεων για οκτώ χρόνια και πρότεινε, ως συμβιβαστική λύση που υιοθετήθηκε, την εξάμηνη καταχώρηση της τράπεζας για να μην προκαταλάβει το Συμβούλιο την απόφαση του Δικαστηρίου και για να δοθεί χρόνος μελέτης της απόφασης. Η Ελλάδα υποστήριξε στο Συμβούλιο τον περασμένο Οκτώβριο ότι, δεν μπορούμε να καταχωρούμε σε καταλόγους κυρώσεων χωρίς να υπάρχει τεκμήριο της καταχώρησης. Εν τω μεταξύ, είχαν ζητηθεί από πλευράς μας, στοιχεία που να δικαιολογούν ανανέωση της καταχώρησης. Αφού, μετά τον Απρίλιο του 2016 δεν υπήρξαν περισσότερα στοιχεία για την τεκμηρίωση της καταχώρησης, πώς θα ήταν νοητή η εκ νέου καταχώρηση της τράπεζας σε κατάλογο κυρώσεων; Ελλείψει, λοιπόν, νέων στοιχείων σε βάρος της τράπεζας δεν συναινέσαμε τον Οκτώβριο στο Συμβούλιο στην ανανέωση των κυρώσεων, καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο στις αρχές μας.
5. Σημειωτέον ότι, εκκρεμεί αξίωση αποζημίωσης της τράπεζας σε βάρος του Συμβουλίου για τις νομικά αβάσιμες κυρώσεις. Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου, των οποίων οι τράπεζες διατηρούν ιρανικές καταθέσεις, αδιαφορούν για την εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου γιατί θα απολέσουν καταθέσεις. Κράτη όμως, όπως η Ελλάδα, των οποίων οι τράπεζες διαθέτουν αμελητέες τέτοιου είδους καταθέσεις, ζήτησαν να δοθούν εγγυήσεις -που δεν δόθηκαν- ότι θα καταβληθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση οι μελλοντικές αποζημιώσεις, γιατί ασφαλώς η μη εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου εκτός του ότι θα είναι αντίθετη με τις αρχές του κράτους δικαίου, θα προκαλέσει νέες αξιώσεις για αποζημιώσεις κατά των κρατών-μελών του Συμβουλίου και άρα κατά της Ελλάδας.
6. Αναφορικά, τέλος, με κακόβουλα σχόλια για τη στάση της χώρας μας ως προς το Ιράν, τονίζουμε με κατηγορηματικό τρόπο ότι η Ελλάδα στηρίζει και σέβεται τη συνολική συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και ουδόλως την υπονομεύει. Αντίθετα, ενισχύει την εφαρμογή της συνολικής συμφωνίας με σεβασμό στις αρχές του δικαίου, δίνοντας το μήνυμα σε όλους ότι εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα με δίκαιο τρόπο.
Συμπερασματικά, ελλείψει νέων στοιχείων σε βάρος της τράπεζας δεν ήταν νομίμως αποδεκτή η ανανέωση των κυρώσεων, καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο στις αρχές, στις αξίες μας και στο δυτικό νομικό πολιτισμό που επιβάλλει να γίνονται σεβαστές οι αποφάσεις των Δικαστηρίων και να μην ακολουθούνται πρακτικές “δύο μέτρων και δύο σταθμών”. Είτε είμαστε, ως ΕΕ, κοινότητα δικαίου είτε δεν είμαστε».