Το ξεκαθάρισμα στο χώρο των μίντια ξεκίνησε, με 3 από τους 10 ενδιαφερόμενους για τηλεοπτικές άδειες εθνικής εμβέλειας γενικού περιεχομένου, μεταξύ των οποίων και το Mega, να αποκλείονται (προς το παρόν) από την επόμενη φάση της δημοπρασίας. Ας σκεφτούμε όμως την υπόθεση των αδειών από λίγο πιο θεωρητική άποψη σήμερα.
Για αρχή, κλείστε τα μάτια και προσπαθήστε να ξεχάσετε για λίγο όσα ξέρετε για την Ελλάδα, για τα 27 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που εξέπεμψε πρώτη φορά ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός στη χώρα μας, και απαντήστε την εξής ερώτηση: θα έπρεπε να καθορίζει η εκτελεστική εξουσία ποιοι είναι αυτοί στους οποίους δίνεται το δικαίωμα χρήσης των συχνοτήτων; Αν ο ρόλος της ενημέρωσης είναι, έστω εν μέρει, ο έλεγχος αυτής της εξουσίας, τι υπονοεί μια τέτοια σχέση;
Ας επανέλθουμε τώρα στην ελληνική πραγματικότητα, όπου τα συμφέροντα είναι πολύπλοκα και διαπλεκόμενα, και οι σχέσεις μεταξύ τραπεζών, μίντια, πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου δεν διέπονται, τουλάχιστον κατά κανόνα, από έναν αυστηρό κώδικα δεοντολογίας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το να αποφασίζει η κυβέρνηση ποιοι θα μείνουν στο παιχνίδι της ενημέρωσης καθίσταται ακόμη πιο προβληματικό.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, σπεύδω να πω ότι σαφώς υπάρχουν τηλεοπτικοί σταθμοί που, με καθαρά οικονομικούς όρους, θα έπρεπε να έχουν κλείσει καιρό τώρα, και μένουν ζωντανοί εξαιτίας ενός αδικαιολόγητου τραπεζικού δανεισμού τα τελευταία χρόνια. Να ένα ζήτημα που πρέπει να διερευνηθεί και να λήξει οριστικά. Ας μη ξεχνάμε όμως ότι όσο περισσότερα κανάλια λειτουργούν, τόσο αυξάνεται ο ανταγωνισμός και οι πιθανότητες βελτίωσης της ποιότητας της ενημέρωσης, ενώ τόσο δυσκολότερος γίνεται ο έλεγχος ή ο περιορισμός της πολυφωνίας από την εκάστοτε εξουσία.
Συνεπώς, είναι λάθος να αντλούμε ευχαρίστηση από το “πάθημα” ενός πάλαι ποτέ μεγάλου καναλιού. Η “εκδίκηση” είναι κενή περιεχομένου αν τελικά δημιουργεί κανόνες που μας κάνουν φτωχότερους από πλευράς ενημέρωσης και πιο ευάλωτους και ανίσχυρους έναντι στην εκάστοτε κυβερνητική εξουσία.