Because They Can

Πώς ερμηνεύεται η τόσο σκληρή στάση των εταίρων και δανειστών, που έχει ως αποτέλεσμα να προσφέρεται στην κυβέρνηση Τσίπρα η χειρότερη συμφωνία που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί;

Η απάντηση είναι απλή. Το κάνουν γιατί μπορούν. Γιατί η τελική διαπραγμάτευση γίνεται με την Ελλάδα να βρίσκεται κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο, στη στιγμή της μεγαλύτερης δυνατής αδυναμίας της. Με την κυβέρνηση να έχει χάσει σοβαρό μέρος της αρχικής (μετεκλογικής) δύναμής της στο εσωτερικό, αφού στο μεσοδιάστημα ανέλαβε το κόστος διαδοχικών προτάσεων που εξευτέλισαν τις προεκλογικές της υποσχέσεις.

Με την οικονομία να έχει υποστεί καταστροφική τετράμηνη “θεραπεία” απίσχνανσης, να έχει επανέλθει σε πρωτογενές έλλειμμα και να έχει διπλασιάσει το δημοσιονομικό κενό. Χωρίς ίχνος μετρητών στα κρατικά ταμεία. Με τις τράπεζες να μένουν ανοικτές μόνο χάρη στην ΕΚΤ. Χωρίς ούτε έναν σύμμαχο (ούτε τους Κύπριους) στην Ευρώπη και απομονωμένη διεθνώς (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα όλοι της ζητούν υποχωρήσεις και συμφωνία). Θα μπορούσε να έχει γίνει διαφορετικά; Ασφαλώς.

Αν η κυβέρνηση είχε σοβαρές προτάσεις και δεν πελαγοδρομούσε επί μήνες. Αν έκλεινε τη συμφωνία στην πρώτη φάση, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, θα είχε πάρει τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων με πολύ λιγότερα μέτρα (λόγω αποφυγής της ύφεσης, δυσφήμισης κ.λπ.) και πιθανότατα υπόσχεση για το χρέος και χρήματα για επενδύσεις. Αλλά η απόσταση μεταξύ ψεύτικων υποσχέσεων και πραγματικότητας ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να καλυφθεί σε μερικές εβδομάδες.

Τις πταίει; Οι υποσχέσεις ήταν τόσο εξωπραγματικές που είναι δύσκολο να πεις αν έχουν περισσότερη ευθύνη αυτοί που τις έδωσαν ή αυτοί που τις “πίστεψαν” και τους ψήφισαν.

ΔιαπραγμάτευσηΕΚΤκυβέρνησησυμφωνία