Το ΣΤ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με μια σειρά αποφάσεων (1748/2015,κ.λπ.) έκρινε ότι οι ειδικοί φρουροί της Ελληνικής Αστυνομίας δεν δικαιούνται το επίδομα αυξημένης ετοιμότητας για νυκτερινή υπηρεσία, κατά τη διετία 2000 έως 2002 και αναίρεσε αντίστοιχες αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων που είχαν ταχθεί υπέρ της χορήγησής του.
Αναλυτικότερα, οι ειδικοί φρουροί είχαν προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια και ζητούσαν διαφορές αποδοχών, για την διετία 2000-2002, λόγω της μη χορήγησης του επίμαχου επιδόματος, υποστηρίζοντας ότι είναι αντισυνταγματικός και παράνομος ο αποκλεισμός των ειδικών φρουρών από την χορήγηση του εν λόγω επιδόματος, το οποίο το λαμβάνει το αστυνομικό προσωπικό της ΕΛΑΣ. Διευκρινίζεται, ότι το συγκεκριμένο επίδομα, από 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά, με υπουργική απόφαση, το λαμβάνουν και οι ειδικοί φρουροί.
Αρχικά, τα Διοικητικά Πρωτοδικεία, δικαίωσαν τους ειδικούς φρουρούς κρίνοντας ότι η μη χορήγηση αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας και προς άρση της αντισυνταγματικότητας αυτής πρέπει να χορηγηθεί το επίδομα και σ΄ αυτούς. Αντίθετα, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι οι ειδικοί φρουροί αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, “τελούν υπό διαφορετικό υπηρεσιακό καθεστώς και ιδίως χωρίς δυνατότητα εξελίξεως στην ιεραρχία, σε σχέση με το αστυνομικό προσωπικό, ασκούν, δε, καθήκοντα τα οποία σε κάθε περίπτωση είναι ειδικότερα και μερικότερα, σε σχέση με την γενική αστυνομική αρμοδιότητα, η οποία έχει ανατεθεί στο αστυνομικό προσωπικό”, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Παράλληλα, όπως αναφέρουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, οι ειδικοί φρουροί είναι διαφορετική κατηγορία προσωπικού της ΕΛΑΣ, και “μπορεί να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως από τον νομοθέτη, χωρίς τούτο να συνεπάγεται παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας”.
Τέλος, το ΣτΕ έκρινε ότι η σχετική νομοθετική διάταξη, που προβλέπει την μη χορήγηση του επίμαχου επιδόματος (για το προ του 2002 διαστήματος), δεν αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος περί ισότητας.