Οι Έλληνες είναι λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους ως προς το μέσο όρο του Δείκτη Καλύτερης Ζωής, που είναι το αποτέλεσμα έρευνας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της συγκέντρωσης τέτοιων στοιχείων ο ΟΟΣΑ έχει δημιουργήσει από το 2011 μια βάση δεδομένων, για την οποία έλαβε πάνω από 60.000 απαντήσεις από 180 χώρες.
Κατά τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας ρωτήθηκαν για το τι αξίζει περισσότερο στη ζωή πολίτες από όλες τις χώρες του κόσμου.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 52% των Ελλήνων δηλώνουν ότι έχουν πιο θετικές εμπειρίες σε μια μέση ημέρα (συναισθήματα ηρεμίας, υπερηφάνεια για επιτεύγματα, απόλαυση, κλπ) από ό,τι αρνητικές (πόνος, ανησυχίες, θλίψη, ανία, κλπ), ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που είναι 76%.
Ο Δείκτης Καλύτερης Ζωής αποσκοπεί, μεταξύ των άλλων, στη σύγκριση για την ευημερία σε όλες τις χώρες, με βάση τα 11 θέματα που κρίνονται και χαρακτηρίζονται ως καθοριστικής σημασίας από τον ΟΟΣΑ, στους τομείς των υλικών συνθηκών διαβίωσης και της ποιότητας ζωής.
Τα θέματα είναι: Ασφάλεια, Στέγαση, Εργασία, Εισόδημα, Ισορροπία μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου, Ικανοποίηση από τη ζωή, Υγεία, Παιδεία, Διακυβέρνηση, Κοινότητα και Περιβάλλον.
Η ικανοποίηση από τη ζωή, αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία, τη Γερμανία, τη Φινλανδία και την Πολωνία, ενώ η υγεία προάγεται από τη Ρωσία, την Νορβηγία, την Ισλανδία, την Γαλλία και την Αυστρία.
Η Ελλάδα σε πολλά θέματα κατατάσσεται κάτω και στην καλύτερη περίπτωση κοντά στο μέσο όρο σε πολλά θέματα του Δείκτη Καλύτερης Ζωής, αφού αποδίδει καλά μόνο σε λίγα μέτρα ευημερίας.
Απηχώντας την βαθιά οικονομική κρίση, τη λιτότητα και τη ύφεση των τελευταίων χρόνων, οι Έλληνες αναγάγουν τον οικονομικό παράγοντας σε σημαντικό μέσο για την αύξηση του επιπέδου ποιότητας ζωής.
Στην Ελλάδα, το μέσο νοικοκυριό έχει διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα 19.095 δολάρια (16.951 ευρώ) ετησίως, λιγότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που είναι 23.938 δολάρια (21.268 ευρώ) τον χρόνο.
Αξιοσημείωτη είναι και η περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, καθώς το 20% του πληθυσμού κερδίζει έξι φορές περισσότερα απ’ το κατώτατο 20%
Το 51% των Ελλήνων ηλικίας 15 έως 64 ετών εργάζονται με αμοιβές κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ για την απασχόληση, που είναι 65%.
Ανισότητα καταγράφεται και ως προς τη διάσταση του φύλου στην Ελλάδα, καθώς το 61% των ανδρών έχουν αμειβόμενη εργασία, έναντι του 42% των γυναικών, γεγονός που συνδέεται με τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην εξισορρόπηση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.
Επίσης, οι Έλληνες εργάζονται 2.034 ώρες ετησίως, περισσότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που είναι 1.765 ώρες.
Κάτω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ είναι η Ελλάδα και σε ό,τι αφορά το βαθμό εκπαίδευσης, αφού απόφοιτοι Λυκείου είναι το 67% των ενηλίκων ηλικίας 25-64, σχέση με το 75% που είναι ο αντίστοιχος μέσος όρος του ΟΟΣΑ.
Η προσέλευση των ψηφοφόρων, ένα μέτρο εμπιστοσύνης του λαού στην κυβέρνηση, και της συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική διαδικασία, ήταν 62% κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εκλογών, κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (72%).
Υψηλότερο για την Ελλάδα από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ, κατά ένα χρόνο είναι το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση που είναι στα 81 έτη, σε σχέση με τα 80 έτη που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ.
Το προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες είναι σχεδόν 83 χρόνια, σε σύγκριση με 79 για τους άνδρες.