Μπήκα στη μεγάλη αίθουσα όπου ο Θόδωρος Στάμος είχε εκθέσει για πρώτη φορά στη γενέτειρά του τα διάσημα έργα του, τα πασίγνωστα «κόκκινα του Στάμου». Λευκάδα, Ιούλιος 1976.
«Σου αρέσουν Γιάννη;» με ρώτησε με την μπάσα φωνή του και ένα περίεργο χαμόγελο κάτω από το παχύ μουστάκι του. Κατακόκκινος κι εγώ από την ντροπή μου – ήμουν 15 ετών – ψέλλισα: «Δεν τα καταλαβαίνω κ. Στάμο, θα μου εξηγήσετε;».
«Αφησε το βλέμμα και την ψυχή σου να ταξιδέψουν και εάν νιώσεις όπως όταν κοιτάς μια όμορφη γυναίκα, τότε το έργο μου πέτυχε», απάντησε μεμιάς.
Ο Θόδωρος Στάμος ήταν ένας από τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων. Καθημερινός θαμώνας στην καφετέρια όπου δούλευα σερβιτόρος όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο. Ερχόταν δυο φορές την ημέρα την ίδια ώρα. Καθόταν πάντα στην ίδια καρέκλα με τα μάτια στραμμένα στην αγορά για να χαζεύει τους ντόπιους στη βόλτα τους. Παράγγελνε σταθερά πατάτες τηγανητές με ρίγανη και μια «τσιτζιρέλα» όπως αποκαλούσε τη μάρκα της σόδας που του άρεσε. Λογαριασμός πέντε δραχμές και μου άφηνε φιλοδώρημα μισή δραχμή. Το 10%, όπως στην Αμερική που έλεγε. «Γιατί κάθεστε πάντα στην ίδια θέση;» τον ρωτούσα. «Μ’ αρέσει να βλέπω τους ίδιους ανθρώπους πρωί και βράδυ με άλλα ρούχα…».
Λιτός, δωρικός και με καυστικό χιούμορ. Εσφαζε με το βαμβάκι. Περιφρονούσε τους κόλακες και απέφευγε τις μεγάλες παρέες και τον θόρυβο. Φορούσε ένα κοντό παντελόνι, τα ίδια δερμάτινα σανδάλια και στον ώμο είχε πάντα κρεμασμένο ένα σακούλι από το χωριό του φτιαγμένο στον αργαλειό.
Ο μεγάλος κύκλος της ζωής του έκλεισε στο σημείο εκκίνησης. Αγόρασε ενα μικρό παραδοσιακό σπίτι στην παραλία της Λευκάδας και το μετέτρεψε σε ένα μεγάλο έργο τέχνης. Στους εσωτερικούς τοίχους δημιούργησε αριστουργήματα με χρυσόχαρτα από τα πακέτα των πολλών τσιγάρων που κατανάλωνε.
Τα τελευταία 5 χρόνια η σκεπή του σπιτιού κατέρρευσε και μαζί της χάθηκαν για πάντα οι τοίχοι με τα χρυσόχαρτα.Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ “