Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις.
Του Παντελή Καψή
Ο προφανής είναι να αναγνωρίσει την κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η Νέα Δημοκρατία έχει στρογγυλοκαθήσει στο χώρο του κέντρου και της κεντροδεξιάς και ουσιαστικά δεν απειλείται από κάποιο κόμμα για την πρωτοκαθεδρία. Μοιάζει να στερεί ζωτικό οξυγόνο από το ΠΑΣΟΚ και να το σπρώχνει σε έναν στείρο και αυτοκαταστροφικό ανταγωνισμό με τον Σύριζα.
Υπάρχει ωστόσο και μια εναλλακτική ανάγνωση. Αν θεωρήσουμε ότι στην Ελλάδα, διαχρονικά, η σύγκρουση είναι ανάμεσα σε μια συντηρητική και μια προοδευτική παράταξη, τότε το πρόβλημα για την τελευταία δεν είναι τόσο η απήχηση της όσο η πολυδιάσπαση. Αν κάποιος αθροίσει τα ποσοστά Σύριζα, ΠΑΣΟΚ καθώς και των δύο ομάδων που αποσπάστηκαν, της Νέας Αριστεράς των Αχτσιόγλου Τσακαλώτου και των Δημοκρατών του Λοβέρδου, τότε η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Ο συσχετισμός ο οποίος προκύπτει, με βάση το τελευταίο γκάλοπ της Marc, είναι 35% με 30,5%. Μιλάμε δηλαδή για δύο, λίγο πολύ ισότιμες, παρατάξεις.
Προφανώς τέτοιες αθροίσεις είναι αυθαίρετες. Τις έχουμε δει να συμβαίνουν ωστόσο στο παρελθόν, ανάλογα με τη δυναμική που αναπτύσσει κάθε χώρος, τα πρόσωπα αλλά και την πολιτική συγκυρία.
Το προφανές συμπέρασμα αυτής της δεύτερης ανάγνωσης είναι πως για να αμφισβητηθεί η κυριαρχία της ΝΔ, τα προοδευτικά , εντός και εκτός εισαγωγικών, κόμματα θα πρέπει με κάποιο τρόπο να ενοποιηθούν. Είτε με τη συνεργασία, είτε με την επικράτησης ενός, είτε με τη δημιουργία νέου φορέα. Η ιστορία μας προσφέρει παραδείγματα για όλους τους τρόπους. Η ενοποίηση των κομμάτων του κέντρου, στο πλαίσιο της Ένωσης Κέντρου, οδήγησε στις εκλογικές νίκες της δεκαετίας του 60. Η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ εξ άλλου, το 1974 και εν συνεχεία η επικράτηση του επί της μεταδικτατορικής Ένωσης Κέντρου, οδήγησε στον εκλογικό θρίαμβο του 1981.
Παρόλα αυτά σήμερα, καμιά από αυτές τις λύσεις δεν μοιάζει πιθανή. Τα δύο βασικά κόμματα, Σύριζα και ΠΑΣΟΚ, συναγωνίζονται μεταξύ τους σε χαμηλά ποσοστά. Την ίδια στιγμή κανένα από τα δύο, δεν φαίνεται διατεθειμένο να συνεργαστεί με το άλλο. Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι.
Ο πρώτος είναι οι δύο αρχηγοί, Κασσελάκης και Ανδρουλάκης. Κανένας από τους δύο δεν είναι διατεθειμένος να βάλει τις φιλοδοξίες του στην άκρη και να δεχθεί κάποιου είδους συλλογικής ηγεσίας σε ένα ενιαίο σχήμα.
Ο δεύτερος λόγος είναι η τοξική παράδοση που κουβαλά ο Σύριζα. Μπορεί ο Κασσελάκης να διακηρύσσει ότι έκλεισε η περίοδος 2015-2019, αυτό ωστόσο περιορίζεται στους εσωκομματικούς συσχετισμούς. Με Νίκο Παππά και Παύλο Πολάκη Ηρακλείς του στέμματος, η διακήρυξη του είναι έτσι κι αλλιώς υπονομευμένη. Πραγματική αυτοκριτική, με αντίστοιχη περιθωριοποίηση των τοξικών στελεχών, δεν έγινε ούτε θα γίνει. Αντιθέτως και το νέο αφεντικό του κόμματος διολισθαίνει με ταχύτητα σε ακραίες τοποθετήσεις.
Ο τρίτος και πιο σημαντικός λόγος είναι ότι απουσιάζει η πολιτική που θα μπορούσε να αποτελέσει μια ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση στην σημερινή κυβέρνηση. Στην αντιπολίτευση κάνουν ότι μπορούν για να αξιοποιήσουν την δυσαρέσκεια της κοινωνίας από την ακρίβεια, τα προβλήματα της καθημερινότητας που παραμένουν χωρίς λύση αλλά και τα λάθη, σοβαρά και μη, της κυβέρνησης. Όμως αυτό πια δεν αρκεί και θα έπρεπε να το είχαν καταλάβει. Καλύτερος εκφραστής αυτής της πολιτικής ήταν ο Αλέξης Τσίπρας και έσπασε τα μούτρα του. Το να επιμένουν σε αυτό τον στείρο λαϊκισμό δεν πρόκειται να αποδώσει. Και βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εμπνεύσει τις ευρύτερες δυνάμεις που θα πρέπει να προσελκύσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αν θέλουν να έχουν κάποια τύχη.
Με αυτά τα δεδομένα στις ευρωεκλογές το μόνο που πραγματικά θα έχει ενδιαφέρον θα είναι το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας. Αν θα μπορέσει δηλαδή να συγκρατήσει τις δυνάμεις της ή αν θα υποστεί μεγαλύτερη φθορά. Αντιθέτως για την αντιπολίτευση, η μόνη περίπτωση τα αποτελέσματα να οδηγήσουν σε εξελίξεις θα είναι κάποιο από τα κόμματα ή όλα μαζί να υποστούν μια τέτοια ήττα που να προκαλέσει σοκ. Στα σημερινά χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά θα έχει μικρή σημασία αν το ένα ή το άλλο είναι μπροστά.